Μ’ αρέσει να νοσταλγώ κοιτώντας μπροστά

Ο γνωστός τραγουδοποιός Γιώργος Σταυρακάκης μιλά στην ‘Π με αφορμή τη συναυλία του στο Ηράκλειο, 8 χρόνια μετά.


  • Τι θα ακούσει το κοινό του Ηρακλείου στην επικείμενη συναυλία σας στο Ηράκλειο;

Τραγούδια από τη δισκογραφία μου, παλιά και καινούργια, αλλά και κάποιες διασκευές τραγουδιών που αγαπώ ιδιαίτερα και που δεν σας κρύβω θα ήθελα να τα είχα γράψει εγώ. Επίσης, θα ακουστούν και κάποια τραγούδια από την πρώτη δισκογραφική δουλειά του Σταύρου Σταυρακάκη («Κρυφτό») που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο και που για πρώτη φορά θα παιχτούν ζωντανά σε συναυλία. Θέλω να πιστεύω ότι θα είναι μια ενδιαφέρουσα μουσική παράσταση και ότι ο κόσμος θα μας τιμήσει με την παρουσία του.

  • Σας λείπει η επαφή με το κοινό της πόλης που μεγαλώσατε;

Γενικά δεν εμφανίζομαι συχνά. Το κάνω όταν πραγματικά το έχω ανάγκη ή εκ των πραγμάτων, όταν έχω καινούργια δουλειά να παρουσιάσω. Δεν θεωρώ τον εαυτό μου διασκεδαστή και με κουράζει αφάνταστα όλο αυτό το τρεχαλητό με τις συνεχείς εμφανίσεις και μετακινήσεις. Θεωρώ ότι ο δημιουργός τον περισσότερο χρόνο του πρέπει να τον διαθέτει ακριβώς για να δημιουργεί και όχι στο τρέξιμο για να προωθήσει ή να παρουσιάσει το έργο του. Τώρα για το Ηράκλειο, η αλήθεια είναι ότι έχω να εμφανιστώ σχεδόν οκτώ χρόνια. Κι αυτό είναι ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Ναι, λοιπόν, μου λείπει το κοινό της πόλης του Ηρακλείου και θα ’θελα πολύ να ξαναβρεθούμε.

  • Δεν εμφανίζεστε συχνά, μιλάτε λίγο για τη δουλειά σας. Γιατί επιλέξατε αυτή τη στάση απέναντι στα πράγματα;

Σας είπα και πριν ότι δεν εμφανίζομαι συχνά και θα συμπληρώσω ότι όπως σωστά κι εσείς εντοπίσατε, αυτή είναι μια συνειδητή επιλογή και μια αδιαπραγμάτευτη στάση του δημιουργού απέναντι σε όλους εκείνους που θεωρούν ότι η μουσική και το τραγούδι είναι ένα προϊόν όπως όλα τα προϊόντα τα οποία μπορούν να καταναλώνουν ικανοποιώντας τη διάθεσή τους και το γούστο τους. Εγώ με τη σειρά μου δεν συνυπογράφω σ’ αυτή τη σχέση, η οποία θεωρώ ότι είναι προσαρμοσμένη πλήρως στους κανόνες της αγοράς και του εμπορίου και που στο τέλος καταντά διαστροφική.

  • Και η τελευταία σας δισκογραφική δουλειά «Unplugged» ηχογραφήθηκε στο εξωτερικό. Γιατί κάνετε αυτή την επιλογή;

Αυτό δεν είναι ακριβώς επιλογή μου. Έτσι εξελίχθηκαν τα πράγματα και μάλιστα σε μια περίοδο που στη χώρα μας τα πάντα έχουν διαλυθεί. Πρόβλημα με τις δισκογραφικές, πρόβλημα με τους παραγωγούς, πρόβλημα με τα ραδιόφωνα. Πρέπει να φτύσεις πολύ αίμα για να καταφέρεις να παραγάγεις έργο. Εγώ ήμουν τυχερός αφού βρέθηκε ο παραγωγός μου, ο άνθρωπος που πίστεψε στη δουλειά μου και που ήταν χαρά του να δουλέψει για ’μένα. Καλώς ή κακώς, αυτός ο άνθρωπος ζει και εργάζεται στην Ελβετία. Καλώς θα έλεγα.

  • Μιλάτε βέβαια για τον Ελβετό τραγουδοποιό Marco Zappa. Τι αποκομίσατε από αυτή τη συνεργασία. Θα συνεχίσετε;

Πάρα πολλά θετικά πράγματα. Και πάνω απ’ όλα τη συνέπεια και τη μεθοδικότητα, δυο σημαντικές και απαραίτητες προϋποθέσεις για οποιαδήποτε παραγωγή έργου. Κάτι που στη χώρα μας είναι πάντα ζητούμενο, εκεί είναι αυτονόητο. Όπως καταλαβαίνετε, όσο ο Zappa ενδιαφέρεται για τις δημιουργίες μου και φυσικά είναι διαθέσιμος για μελλοντικές παραγωγές, δεν έχω κανέναν λόγο να μην το κάνω. Θα έλεγα μάλιστα ότι θα ήμουν ευτυχής αν αυτή η συνεργασία συνεχιστεί και στο μέλλον, και νομίζω ότι αυτό θα γίνει.

  • Έχετε εκδώσει αρκετές ποιητικές συλλογές. Η ποίηση λένε ενέχει μελωδία. Στη δική σας περίπτωση ο ποιητής τροφοδοτεί τον μουσικό, το αντίθετο, ή είναι μια εντελώς διαφορετική διαδικασία;

Τελικά είναι αυτό που είπατε. Ο ποιητής τροφοδοτεί τον μουσικό, και αυτό δεν ξέρω αν είναι καλό ή εν πάση περιπτώσει αν είναι πάντα καλό, γιατί το τραγούδι είναι μια υπόθεση που αφορά και τον αποδέκτη και κατά κάποιο τρόπο τον καθιστά ως έναν αόρατο μεσολαβητή που «παρεμβαίνει» στη δική σου έκφραση, γιατί το τραγούδι είναι ένα είδος τέχνης που διαθέτει μια εντυπωσιακή αμεσότητα ενώ η ποίηση είναι κάτι άλλο, την προσεγγίζεις διαφορετικά, θέλει ενδεχομένως πολλαπλές αναγνώσεις και αρνείται από θέση να μιλήσει μια κοινή γλώσσα, και τέλος, θα έλεγα, ότι κουβαλάει και τη δική της μελωδία. Καταλαβαίνετε λοιπόν γιατί δεν είμαι σίγουρος αν αυτή η τροφοδοσία είναι πάντα ουσιαστική και ενδιαφέρουσα. Αλλά τελικά τώρα που το ξανασκέφτομαι, αυτό είναι κάτι που δεν πρέπει, τουλάχιστον εμένα, να με απασχολεί, γιατί ούτως ή άλλως είμαι «καταδικασμένος» να ερωτοτροπώ ισορροπημένα ανάμεσα σε δύο ερωμένες. Και αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει, αλλά δεν ακούγεται και άσχημα.

  • Αν ένας στίχος από τα ποιήματα που έχετε γράψει αντικατόπτριζε την Ελλάδα της κρίσης, ποιος θα ήταν αυτός;

Ίσως ένα ολιγόστιχο ποίημα από την καινούργια μου συλλογή «Το κουφάρι του τζίτζικα»: Εκείνο το σύννεφο / το αμετακίνητο στη θλίψη μας / το αδιαπραγμάτευτο ντύμα / ως πότε θα μας σκεπάζει;
Αλλά νομίζω ότι και οι στίχοι από το τραγούδι μου «Η Στέλλα της πλατείας» από το τελευταίο μου cd «Unpglugged»: Κι ό,τι έμεινε πίσω, μια οσμή από άγρια μέντα / μια χούφτα αλισάχνη σε βράχια που σπάει ο καιρός / ταξίδι της θλίψης σε αέναο φως.

  • Έχετε ταξιδέψει και δουλέψει στο εξωτερικό. Θα το κάνατε ξανά σήμερα με την κατάσταση που επικρατεί στη χώρα μας;

Ταξιδεύω έτσι κι αλλιώς τα τελευταία χρόνια γιατί έξω κάνουμε κάποιες συναυλίες αλλά και παραγωγές, όπως ξέρετε. Αλλά αν εννοείτε να εγκατασταθώ στο εξωτερικό λόγω κρίσης, όχι. Δεν μου πέρασε ποτέ κάτι τέτοιο από το μυαλό. Αν ήμουν πιο νέος ενδεχομένως να το σκεφτόμουν. Να σας πω όμως κάτι, από τη μία καταλαβαίνω τους ανθρώπους και ιδιαίτερα τους νέους που αφήνουν πίσω οικογένεια, φίλους, συνήθειες και μεταναστεύουν για ένα καλύτερο μέλλον, από την άλλη θα υπερασπιστώ απόλυτα και την άποψη ότι μένω Ελλάδα να το παλέψω και να το παλέψουμε. Δεν ξέρω, αυτή η ιστορία με έχει διχάσει. Αλλά όπως και να το κάνουμε και στις δύο περιπτώσεις, τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα.

  • Ο πατέρας σας ήταν δημοσιογράφος και αρχισυντάκτης στην «Πατρίδα». Φλερτάρατε ποτέ με την ιδέα να ακολουθήσετε το δρόμο του;

Ο πατέρας μου ήταν δημοσιογράφος και αρχισυντάκτης για πάρα πολλά χρόνια στην «Πατρίδα», αλλά πρωτίστως ήταν σπουδαίος χρονογράφος και λογοτέχνης.  Άλλωστε έχουν μιλήσει πολλοί άλλοι γι’ αυτόν, δεν έχει να κάνει με το ότι ήταν πατέρας μου. Κι εδώ μιας και μου δίνεται η ευκαιρία, θα ήθελα να εκφράσω ένα παράπονο. Μετά τον θάνατό του, το 2007, η Δημοτική Αρχή είχε πάρει την απόφαση να εκδώσει σε δύο τόμους κάποια από τα χρονογραφήματά του, τα οποία μάλιστα είχα επιμεληθεί εγώ και τα οποία αφορούσαν δύο διαφορετικές περιόδους για την ιστορία της πόλης αλλά και της χώρας. Είχε επίσης δεχτεί, η προηγούμενη Δημοτική Αρχή, την πρόταση των δημοσιογράφων του Ηρακλείου, η αίθουσα Τύπου του νεόδμητου Πολιτιστικού Κέντρου να φέρει το όνομα «Σταύρος Σταυρακάκης». Απ’ αυτά δεν έγινε σχεδόν τίποτα. Μόνο το πρώτο βιβλίο εκδόθηκε, με τα κοινωνικά χρονογραφήματα του πατέρα μου. Το άλλο που αφορούσε στη μεταπολίτευση, στους αγώνες για το Πανεπιστήμιο Κρήτης κι ένα σωρό άλλα σημαντικά πράγματα για την πόλη, είναι ακόμα στο τυπογραφείο και περιμένει το ο.κ. του Δημάρχου. Θα παρακαλούσα με αφορμή αυτήν εδώ τη συνέντευξη, την νέα Δημοτική Αρχή να υλοποιήσει τις υποσχέσεις της προηγούμενης που δεν τηρήθηκαν. …Φαντάζομαι φυσικά πώς δεν θα έχουν αντίρρηση.

  • Ένα παγκρήτιο φωνητικό φεστιβάλ σάς άνοιξε το δρόμο για να ασχοληθείτε επαγγελματικά με το τραγούδι. Βλέπετε κάποιες αναλογίες με τα μουσικά Talent Shows του σήμερα, και ποια είναι η άποψή σας γι’ αυτά.

Άλλοι άνθρωποι, άλλα όνειρα, άλλος ο σκοπός. Καμιά σχέση με το τότε, και δεν είναι ότι οι άνθρωποι είναι διαφορετικοί. Απλώς, όλο και περισσότερο αποδέχονται αμαχητί τους όρους της όποιας βιομηχανίας. Πάνω απ’ όλα τα νούμερα της τηλεόρασης. Στριμώχνουν ένα σωρό παιδιά σαν κοτόπουλα σ’ ένα τηλεοπτικό πλατώ, κι εκεί αρχίζει το σφαγείο. Η αποθέωση της ήττας. Όταν κλείσουν τα φώτα, όλα τελειώνουν. Οι εργολάβοι των μέσων θα εισπράξουν τα πακέτα των διαφημίσεων, οι star κριτές την παχυλή αμοιβή τους, και κάπου εκεί πέφτει η αυλαία. Ας είμαστε σοβαροί. Αυτή η υπόθεση θέλει κόπο και επιμονή. Δεν είναι προβολέας, make up, φωτογράφηση και εν πάση περιπτώσει εφήμερη αναγνωρισιμότητα. Ας το καταλάβουν όλοι εκείνοι που ενδιαφέρονται να υπηρετήσουν αυτή την ιστορία.

  • Η Μουσική Σκηνή που είχατε δημιουργήσει, το περίφημο «Τρομπόνι», έχει αφήσει εποχή. Θα κάνατε κάτι τέτοιο σήμερα ή πιστεύετε ότι ήταν απόρροια μιας άλλης εποχής;

Με τίποτα δεν θα το έκανα ξανά. Ήταν κάτι που έκλεισε τον κύκλο του και αυτό ήταν. Πολύς κόσμος αναπολεί εκείνη την εποχή και τον συγκεκριμένο χώρο. Δεν μου αρέσει να γυρίζω πίσω νοσταλγώντας κάτι. Μ’ αρέσει να νοσταλγώ κοιτώντας μπροστά. Αυτό που κάνουν πυκνά συχνά πολλοί άνθρωποι, είναι ένα ιδιότυπο μνημόσυνο, κι εγώ σιχαίνομαι τα μνημόσυνα.

  • Ετοιμάζετε κάτι καινούργιο αυτή την εποχή;

Είναι έτοιμη η ποιητική μου συλλογή «Το κουφάρι του τζίτζικα», η οποία θα κυκλοφορήσει το φθινόπωρο, και βέβαια τα καινούργια μου τραγούδια που στεγάζονται κάτω από τον τίτλο «Στην αυλή των Μπουφόνων», τα οποία θέλω να πιστεύω ότι θα κυκλοφορήσουν στο τέλος του χρόνου ή στις αρχές του επόμενου, γιατί όπως είπαμε ηχογραφώ στο εξωτερικό, αφού εκεί βρίσκεται και ο παραγωγός μου, οπότε θα μου πάρει κάποιο χρόνο.

  • Θα επιστρέφατε στην Κρήτη για να ζήσετε και να δημιουργήσετε μόνιμα;

Αν θα επέστρεφα ποτέ για να ζήσω την υπόλοιπη ζωή μου στην Κρήτη, θα έπρεπε να έχω στις βαλίτσες μου πολλά κιλά άνεσης. Άνεση οικονομική, άνεση στο να κοιτάω τη θάλασσα με τις μέρες, με τα χρόνια, και να μην με απασχολεί τίποτα, άνεση στο να ζω χωρίς να δημιουργώ. Αυτό δεν γίνεται. Η Κρήτη θέλει πολλές ζωές για να τη χαρείς κι εμείς έχουμε μόνο μία, κι αυτή ψιλο-ανάπηρη.

Αν. Κουτσάκη (εφημερίδα “Πατρίς” 19.7.16)