Ένα παλιό καλοκαίρι

Εκδόσεις: Κυριάκη (1988)

Ήρθες κι’ ακούμπησες πλάι μου
με το φωτογράφο επίμονα να σε κοιτάζει
να σε στιγματίζει ανεξίτηλα
μ’ εκείνο το γυάλινο μάτι
που ετοιμόρροπο κρατιόταν
στο χείλος του θανάσιμου μεσημεριού

φονιάς ο μήνας Αύγουστος

και συ που τελικά κατάφερες
δειλά να χαμογελάσεις
χωρίς όρους
παραδίνεσαι
στο αδυσώπητο κλικ της ζωής σου


Από την παρουσίαση του βιβλίου στο Ηράκλειο, στο βιβλιοπωλείο και τις εκδόσεις “Μανόλης Κυριάκης” (1988).


Διάβασαν… έγραψαν!

«Ψηλά στο φαλακρό διάζωμα
ένα γεράκι ανθρώπινο παραμονεύει»

Γερακίσιο το μάτι του ποιητή Γιώργου Σταυρακάκη, παραμονεύει από ψηλά και καταγράφει με το στίχο του τα – που – βλέπει στους ανθρώπους. Δεικτικός ο στοχασμός του, μέσα από τις μνήμες μια σκληρής αρχής στη ζωή, σκαλίζει τις τύψεις του για το παρελθόν, μα και για το αύριο, το μέλλον.
Ευαίσθητος, γλυκομίλητος, με αδρές λέξεις στον κάθε του στίχο μας παίρνει από το χέρι, μικρούς ακόμα στην ηλικία του ποιητικού λόγου, για να περπατήσουμε μαζί του προς το μέλλον. Είναι η κατάρα του ποιητή πάντα να βλέπει προφητικά μπροστά! Πάντα γλωσσικός μάντης αυτός, συμπληρώνει με τους στίχους του τις γραφές του αύριο.
Πάντα ο κάθε ποιητής έχει την απαίτηση να τον διαβάσουν, σίγουρος πως μέσα στα γραφτά του και τα οράματα που καταχωρεί είναι οι εικόνες του αύριο, γεγονότα που έρχονται χωρίς να μπορεί καμιά δύναμη να τα σταματήσει.
Με μια τεράστια «φαγάνα», δοκιμασμένο εργαλείο του χρόνου, σκάβει ο ποιητής τα συναισθήματά του, αναδεύει τις μνήμες του – είναι και δικές μας μνήμες, αφού τα ζήσαμε, τα είδαμε και μας αραδιάζει με περίσσια τέχνη και λόγο – πλοκή τις τύψεις του.

«Ψάχνοντας τα τελευταίας μας τραύματα
πήραν οι καινούργιες μέρες ν’ αλέθουν
τα πάντα μαζί με τα κομμάτια μας,
τα όνειρα, τους φόβους»

Αλίμονο, πόσοι από εμάς, οι περισσότεροι σίγουρα, δεν κάναμε όνειρα, δεν είχαμε φόβους! Ολα όμως τα λιάνισαν Αυτοί που υποτίθεται ότι είχαν την εντολή να μας συντρέξουν στην προσπάθειά μας για το μέλλον, στον αγώνα μας και την αγωνία μας να βγούμε μπροστά.

«Άγγιξες με τη μνήμη τα κομμάτια σου
Χρόνια αμέτρητα στο ίδιο τοπίο
Όρθια και Μόνη»

Να η επιβεβαίωση της ακούσιας μοναξιάς μας, της εθελοντικής στέρησης της ζωής!

«Είναι κάτι σταγόνες
που δεν στέγνωσαν ποτέ
πάνω στο λινό σου πουκάμισο»

Τούτες οι σταγόνες – μνήμες – δεν είναι μόνο δάκρυ, γιατί το δάκρυ, αλίμονο, πάντα στεγνώνει να αφήσει τόπο στο επόμενο. Να χαράξει και αυτό με τη σειρά του το δρόμο σε μια μελλοντική ανακούφιση χαράς και προσδοκίας.

«πάλιωσαν τα καλοκαίρια
παρέα με τη ζωή»

Χρόνος και ζωή κυλούν αντάμα στο ζαρωμένο από τη σκέψη μέτωπο του ποιητή Γιώργου Σταυρακάκη. Ετσι, που ο ιδρώτας της πελαγήσιας μνήμης και της τυραννικής ακούσιας τύψης να νικά την βαρύτητα, να κυλά όπως οι λέξεις, οριζόντια πια, προς το βάθος μιας όποιας χαρακιάς του μετώπου.
Ακολουθεί την απόγνωση μέσα από τη γνώση των πραγμάτων και ο στοχασμός του περπατά πάνω στο μονοπάτι που οδηγεί αταλάντευτα στην άβυσσο του ονείρου του.

«κατάρα του μεσημεριού
με τα κόκκινα μάτια
καμιά παλίρροια δε θα σε σβήσει πια
κανένας χρόνος»

Ο ποιητής καταδικασμένος με τη θέλησή του, δεν θα απαλλαγεί ποτέ από το βάρος της στοχαστικής τύψης. Ανατρέπει ρωμαλέα τη φορά των πραγμάτων. Χαρίζεται στους ανθρώπους, που όμως τους καταδικάζει κιόλας. Οι πράξεις, οι αλήθειες στους στίχους του, δεν θα σβήσουν ποτέ. Δεν φοβούνται αυτές το χρόνο. Ο φυσικός κανόνας έχει κιόλας ανατραπεί.
Τούτα τα δυο απλά στοιχεία κρύβουν μέσα τους τη δυναμική της ποίησης του Γιώργου Σταυρακάκη. Φανερώνουν θριαμβευτικά την ποιότητα της σκέψης του και τον ανθρώπινο αυθορμητισμό του. Μας εξηγεί εύκολα και ξεκάθαρα το γιατί γράφει στίχους, γιατί μας «ζαλίζει» το κεφάλι με τις τύψεις και τα οράματά του. Θα τον ακούσουμε; Το ελπίζω!

Κ. Αρ. Αίλιος
Εφημερίδα “Τόλμη”