Οινομαγειρεία

Εκδόσεις: Λύχνος (2006)

Άλλες εποχές
τα σκυλιά κατηφόριζαν μαζί με τις πουτάνες
Κυριακές την Ευριπίδου
συγχρόνιζαν το βήμα τους στα σχολιανά νάζια
κι όλοι οι δρόμοι για την Κουμουνδούρου
ξεχειλισμένα τσουβάλια αρώματα
νοτερές αυλές με φλύαρα καναρίνια
τσίγκινες σκάλες
χαϊμαλιά στο λαιμό της Αθήνας
κι ένας ουρανός καθρέφτης
να ξεπλένει τα πρόσωπα


Από την παρουσίαση του βιβλίου στο “Θέατρο της οδού Ατρέως” στο Άργος (21.4.2007).


Από την παρουσίαση του βιβλίου στον Πειραιά. Παρουσίασε η Δρ. Ιστορίας Χρυσή Τζαγκαρουλάκη και διάβασαν οι ηθοποιοί: Χριστίνα Αλεξανιάν & Μπάμπης Χατζιδάκης (12.5.2006)


Διάβασαν… έγραψαν!

Η συλλογή «Οινομαγειρεία» δεν είναι βέβαια η έκφραση της καθημερινής πραγματικότητας αυτής της περιόδου, αλλά η χρησιμοποίηση αυτής της καθημερινότητας για την υπέρβασή της. Πρόκειται επομένως για μία συλλογή – αποτύπωμα μια βαθύτατης ανάγκης που φτάνει να πραγματωθεί. Έχουμε λοιπόν να κάνουμε μ’ ένα έργο βιωματικό, ένα έργο απόρροια συγκεκριμένης στάσης και τρόπου ζωής. Και τούτο εγγράφεται με μια φευγαλέα όχι όμως και αφηρημένη ματιά. Μια ματιά τάχιστη, όπως αυτή αποτυπώνεται στο ποίημα «Απαγορευμένα παιχνίδια». Ο κάθε στίχος του είναι λιτός και μετρημένος, και για πολλά ποιήματα μπορούμε να πούμε ότι έχουν τη μορφή ενός καλοδουλεμένου πεζού λόγου. Το ύφος του ποιητή είναι αυστηρό, χωρίς ωστόσο να επιβάλλεται. Έτσι, στην περίπτωση των «Οινομαγειρείων» έχουμε ως επί το πλείστον αναβιώσεις σκηνών, εικόνων, όχι όμως αυτές καθαυτές που έπεσαν στην αντίληψη ενός τραγουδοποιού που έτρωγε σε κάποια μαγειρεία, αλλά το απαύγασμά τους, η σκιά, το αποτύπωμά τους, όπως καλλιεργήθηκε μέσα στην καρδιά του ποιητή εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή. Αποτύπωμα που έχει εγγραφεί στο νου της καρδιάς του ποιητή. Αυτό το αποτύπωμα αναζητά τον τρόπο να αποδεσμευτεί και να επιστρέψει στο αρχέτυπό του. Αυτή η διάσταση, που σημαίνει κίνηση, ζωή, αναγέννηση, στην ποίηση του Γιώργου Σταυρακάκη, μπορούμε να ονομάσουμε «νοσταλγία». Μια νοσταλγία, που ενώ είναι διάχυτη στο έργο του δεν έχει καμιά διάθεση ρομαντισμού, που θα μπορούσε να οδηγήσει στο μελόδραμα. Πόσες φορές άλλωστε δεν έχουμε δει κάτι τέτοιο στη «σύγχρονη» ποίηση!

Η ποίηση του Γιώργου Σταυρακάκη είναι ποίηση ενός περιπατητή. Ο Γιώργος Σταυρακάκης είναι ένας περιπατητής παρατηρητής (observateur). Θα έλεγα, τολμά να περιπατεί την παρατήρησή του. Τα «Οινομαγειρεία» είναι σκηνές που κινούνται, ζουν μέσα στις σελίδες του βιβλίου. Και συνεχίζουν την κίνησή τους στη μνήμη του αναγνώστη. Αυτός είναι άλλωστε ο λόγος της ποίησης και σήμερα. Αυτή η ατέρμονη επικοινωνία είναι το ζητούμενο. Ζητούμε από τα ποιήματα να μην πεθαίνουν. Τα ποιήματα που πεθαίνουν έχουν γεννηθεί νεκρά. Στην περίπτωση του Γιώργου Σταυρακάκη αυτό δεν ισχύει. Ο αναγνώστης επικοινωνεί με το αποτέλεσμα. Η ποίηση του Γιώργου Σταυρακάκη διακατέχεται από έναν έκδηλο λυρισμό. Παρόλο που πολλά ποιήματά του είναι στακάτα, αυστηρά, συχνά καταλήγουν σ’ ένα κρεσέντο λυρισμού. Ο ποιητής εκτίθεται και την ίδια στιγμή διακατέχεται από μια έντονη συστολή, η οποία εκφράζεται δραστικά στην ποίησή του γενικότερα με τη χρήση αφμισημιών, αντιθέσεων και μεταφορών. Είναι άραγε αυτό το κλειδί που σφαλίζει ή απασφαλιζει την πόρτα που μπορεί ν’ αποκαλύψει την αλήθεια του ποιητή; Ένα άλλο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ποίησής του είναι ο χορός γύρω από την εστία του θανάτου, του τέλους, του χρόνου, της πληγής, της πίκρας ή της αγάπης που «χτίζεται μέσα στο απόλυτο σκοτάδι / σαν όστρακο θρέφει το όνειρο σε αέναη νύχτα / κι όταν υπόσχεται μια άλλη ζωή / περνάει βέρες σε χέρια μελλοθανάτων.» Θα ήθελα να σταθώ στην ιδιαίτερη σχέση του με τη γλώσσα, το υλικό, δηλαδή, με το οποίο η βίωση της εμπειρίας μπορεί να γίνει τέχνη. Αυτή η ιδιαίτερη σχέση φέρνει σε απόλυτη ταύτιση το σώμα και την ψυχή των λέξεων. Το σημαίνον και το σημαινόμενο δεν μπορούν να νοηθούν χωριστά. Ο Γιώργος Σταυρακάκης δεν επιστρατεύει λέξεις ποιητικές. Κάνει τη φυσική γλώσσα ποιητική, τις απλές λέξεις ποιητικές. Διαβάζω ένα απόσπασμα από το βιβλίο «Ποίηση και Πραγματικότητα» του Νάσου Βαγενά, καθώς θεωρώ ότι ταιριάζει απόλυτα στην ποίηση του Γιώργου Σταυρακάκη: «Η κάθε λέξη στην ποίηση αρχίζει από την αρχή, οικοδομεί εκ του μηδενός την ποιητική τη φύση. Η ποιητικότητά της δεν είναι μεταθέσιμη σε άλλο ποίημα, γιατί αποκτά την υπόστασή της από τις συγκεκριμένες λέξεις που την περιβάλλουν. Γι’ αυτό είναι μοναδική κι ανεπανάληπτη. Δημιουργείται με το ποίημα που την περιέχει και υπάρχει μόνο για το ποίημα που την περιέχει.» Θα συμπλήρωνα ότι η αίσθηση των λέξεων είναι που δημιουργεί το ρυθμό στα ποιήματα του Γιώργου Σταυρακάκη ή η πηγαία αίσθηση ρυθμού επιλέγει και οδηγεί τις λέξεις του. Έτσι ή αλλιώς, -δεν έχει σημασία- στη συνέχεια αυτά τα δύο, λέξεις και ρυθμός, προχωρούν συγχωνευμένα.

Χρυσή Τζαγκαρουλάκη (Δρ. Ιστορίας)