Ένας παρατηρητής με ευαίσθητες κεραίες

  • Γεννηθήκατε στην Ιεράπετρα και μεγαλώσατε στο Ηράκλειο της Κρήτης, τι πιστεύετε σας έδωσε ο τόπος σας;

Μυρωδιές, χρώματα και όλες εκείνες τις μνήμες που χρειάζεται ένας άνθρωπος στη διαδρομή του. θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο τόπος του καθενός είναι ένα αδιόρατο ζεστό ντύμα που μας περιβάλλει κάθε φορά που επιστρέφουμε, έστω και νοερά, σ’ αυτόν.

  • Σε ποιο περιβάλλον μεγαλώσατε;

Ήταν σίγουρα ένα περιβάλλον που σε καμία περίπτωση δεν θα με εμπόδιζε να ακολουθήσω το δρόμο της επιλογής μου. Αν εννοείτε τη μουσική και αν υπήρχε μουσική παράδοση στην οικογένεια, δεν θα το έλεγα. Η μητέρα μου θυμάμαι λάτρευε το τραγούδι, είχε υπέροχη φωνή και εξακολουθεί να έχει, να ’ναι πάντα καλά και να μας τραγουδάει. Απ’ την άλλη ο πατέρας μου φρόντιζε να έχουμε τη δυνατότητα να ακούμε μουσική αγοράζοντας συχνά δίσκους αλλά και ακριβά για την εποχή μηχανήματα, για να τους ακούμε. Νομίζω δεν ήθελα και παραπάνω ερεθίσματα.

  • Πότε ανακαλύψατε την κλίσης σας, το ταλέντο σας;

Από τότε που με θυμάμαι είμαι ο ίδιος. Δεν έχω αλλάξει. Δεν μπορώ να θυμηθώ πότε ψέλλισα το πρώτο τραγούδι ή πότε πρωτοέπιασα την κιθάρα, αλλά νομίζω ότι η κιθάρα ήταν μια προέκταση του σώματός μου και το τραγούδι μια καθημερινότητα που δεν έψαχνε ιδιαίτερη αφορμή ή αιτία.

  • Είστε αυτοδίδακτος μουσικός – τραγουδοποιός;

Ναι, είμαι αυτοδίδακτος. Αν και στην πορεία έμαθα ή αναγκάστηκα να μάθω πάρα πολλά πράγματα, τα οποία με βοήθησαν σε πρακτικό επίπεδο να διεκπεραιώνω αυτό που λέμε «δουλειά». Άλλωστε η δημιουργία είναι ένας ιδιότυπος τοκετός και καλό είναι σε αυτή τη διαδικασία να έχεις και τα στοιχειώδη εργαλεία που θα σε βοηθήσουν.

  • Πώς σας υποδέχτηκε ο χώρος του τραγουδιού, της μουσικής;

Κοιτάξτε, ούτως ή άλλως εγώ δεν ξεκίνησα να γράφω τραγούδια προκειμένου να τύχω κάποιας αποδοχής ή, εν πάση περιπτώσει, δεν κουβαλούσα την αγωνία για το πώς θα με υποδεχτεί το κοινό ή οι ομότεχνοί μου. Όλα ξεκίνησαν από μία δική μου εσωτερική ανάγκη να εκφραστώ με αυτόν τον τρόπο. Ήταν μια υπόθεση, τουλάχιστον στην αρχή, που αφορούσε εμένα και μόνο εμένα. Βέβαια στην πορεία ήρθαν κάποιοι φίλοι, κάποιες προτροπές, προκειμένου τα πράγματα να πάνε ακόμα πιο πέρα απ’ το στενό περιβάλλον μιας παρέας και ενός κλειστού κύκλου ανθρώπων. Κάπως έτσι αποφάσισα να μπω στη δισκογραφία, αλλά όπως σας είπα και πριν δεν είχα καμία αγωνία γι’ αυτή την υπόθεση. Απλώς χαιρόμουν που άκουγα τα τραγούδια μου και τα ’βλεπα να ταξιδεύουν. Όσο πιο μακρύ το ταξίδι τόσο πιο ικανοποιημένος. Φανταστείτε να είναι και ατέλειωτο.

  • Έχετε συνεργαστεί με σπουδαίους καλλιτέχνες και σχήματα, πώς σας βοήθησε αυτό;

Οι συνεργασίες στο χώρο της Τέχνης και της δημιουργίας θα έλεγα ότι κάτω από προϋποθέσεις, είναι χρήσιμες. Πιστεύω όμως ότι η Τέχνη στην ουσία της είναι μια μοναχική υπόθεση, που για να την υπηρετήσεις με τη συνέπεια και το πάθος που της πρέπει είσαι αναγκασμένος να αφήσεις πράγματα πίσω σου. Ένα απ’ αυτά είναι και η «ασφάλεια» που σου δίνει η συναναστροφή στην καθημερινότητα με άλλους ανθρώπους, η ανάγκη τού να βρίσκεσαι κοντά σε άλλους. Πράγμα που συμβαίνει με τους πιο πολλούς ανθρώπους. Αυτή τη συναναστροφή οι άνθρωποι της Τέχνης θα έλεγα ότι την στερούνται. Βέβαια, εδώ μιλάμε για ένα οξύμωρο σχήμα που από τη μία μας ζητάει την επαφή με την ανθρώπινη εμπειρία και από την άλλη την μοναχικότητα που είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη δημιουργία και που μεταφράζεται σε αμέτρητες ώρες εργασίας. Αλλά δυστυχώς ή ευτυχώς, αυτός είναι ο κόσμος της Τέχνης. Βέβαια το ζητούμενο στο αποτέλεσμα είναι αυτό που κατά κάποιο τρόπο σε λυτρώνει. Αλλά για να επανέλθω στο βασικό σας ερώτημα, όποιες συνεργασίες ήρθαν να δώσουν πράγματα σε μένα, υπήρξαν την περίοδο της εφηβείας μου. Ό,τι άλλο έγινε και γίνεται, είναι γιατί στην πραγματικότητα κάποια στιγμή το έχεις ανάγκη ή γιατί γουστάρεις τον άλλον. Έτσι απλά. Ό,τι ακούγεται βαρύγδουπα από τα ΜΜΕ και τις δισκογραφικές ως συνεργασίες, τις πιο πολλές φορές γίνεται εκ του πονηρού και για καθαρά εμπορικούς λόγους.

  • Η μουσική, ο στίχος, η ερμηνεία, τι σας ενδιαφέρει πολύ; Πού δίνετε την μεγαλύτερη βαρύτητα;

Το τραγούδι είναι για μένα το πιο ενδιαφέρον είδος μουσικής, ακριβώς γιατί έχει αυτά τα χαρακτηριστικά. Το λόγο, τη μουσική, αλλά και την εκφορά αυτών των στοιχείων που γίνεται με την ερμηνεία. Προσωπικά δεν θα μπορούσα να προτάξω το ένα ή το άλλο. Αν και με μία αν θέλετε ιστορική, παραδοσιακή προσέγγιση, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το τραγούδι δημιουργήθηκε από την ανάγκη του ανθρώπου να πει πράγματα. Άρα ο λόγος σ’ αυτή την περίπτωση είναι το κυρίαρχο στοιχείο. Άλλωστε, και το τραγωδώ στην αρχαιότητα είχε την έννοια του αφηγούμαι.

  • Σε ποιο κοινό απευθύνεστε, ποιο είναι το κοινό σας;

Τελικά στον βαθμό που σε απασχολεί το κοινό, αυτό είναι και θα παραμένει ένα διαχρονικό ερώτημα. Ναι, τελικά είναι ένα ερώτημα, αλλά νομίζω θα μένει αναπάντητο όσο θα παραμένει αδιερεύνητο το θυμικό και οι χορδές της ευαισθησίας του κάθε ανθρώπου. Όλοι μας είμαστε ένα εν δυνάμει ακροατήριο όλων. Και μ’ αυτή τη σκέψη σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να μετρηθεί η αποδοχή ενός έργου, πόσο μάλλον να χρεωθεί η αισθητική του σε συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα.

  • Ποια η μούσα σας; Η πηγή έμπνευσή σας;

Νομίζω έχουν περάσει οι καιροί όπου οι ποιητές, οι μουσικοί, γενικά οι καλλιτέχνες αντλούσαν την έμπνευση και τις ιδέες μέσα από μεγάλους έρωτες ή ακόμα από μικρές ή μεγάλες επαναστάσεις με ζητούμενο έναν καλύτερο κόσμο. Σήμερα, αρκεί να είσαι ένας ενδελεχής παρατηρητής, με ευαίσθητες κεραίες και που στην αμέσως επόμενη φάση θα πρέπει να αποδέχεσαι ένα ωράριο εργασίας όσο και αν αυτό ακούγεται ως καθαρά εργασιακός όρος. Χρειάζεται αρκετή δουλειά προκειμένου οι εικόνες που έχεις σε ανύποπτο χρόνο αποτυπώσει να μετουσιωθούν δημιουργικά σε έργο και φυσικά σε καμιά περίπτωση να μην είναι ένα στεγνό ρεπορτάζ.

  • Συνεργαστήκατε – συναντηθήκατε με τον αείμνηστο συνθέτη ΜΑΝΟ ΛΟΪΖΟ μπορείτε να μας περιγράψετε μια στιγμή δημιουργίας μαζί του;

Ναι, ήταν η στιγμή που ο Λοΐζος μου ζήτησε να μάθω τους στίχους απ’ το τραγούδι «Τίποτα δεν πάει χαμένο» για να το πούμε μαζί, στο χώρο που είχαμε συναντηθεί και που εμφανιζόμαστε μαζί και με τον Μανόλη Ρασούλη. Τα τραγούδια βέβαια του Λοΐζου, αλλά και του Ρασούλη που λέγαμε τότε, δεν είχαν ακόμη δισκογραφηθεί. Για μένα ήταν μεγάλη τιμή που τραγούδησα πρώτος, έστω και γι’ αυτό το σύντομο χρονικό διάστημα, τραγούδια που έγιναν έναν χρόνο μετά τεράστιες επιτυχίες, από καλλιτέχνες όπως η Χαρούλα, ο Παπάζογλου, η Γαλάνη.

  • Από τη συνεργασία σας με τον ΜΑΝΟΛΗ ΡΑΣΟΥΛΗ τι διδαχτήκατε;

Δεν μπορώ να πω ότι διδάχτηκα από τον Ρασούλη, άλλωστε πιστεύω ότι ήταν η περίοδος όπου ο ίδιος ο Μανόλης ρούφαγε πράγματα από ’δω κι από ’κει. Για τον ίδιο υπήρχε, απ’ ό,τι μου έλεγε, ένας ολόκληρος αδιερεύνητος κόσμος τον οποίο διψούσε να ανακαλύψει. Ο Μανόλης όμως μου έμαθε πολλά απ’ τα τραγούδια του, τα οποία είχα εντάξει στο ρεπερτόριό μου για πολλά χρόνια και τα οποία τραγουδήσαμε μαζί και σε συναυλίες που κάναμε από κοινού κάποιο διάστημα.

  • Ταξιδέψατε και τραγουδήσατε στην Γερμανία, Ελβετία, Ολλανδία, πώς ήταν εκεί τα μουσικά πράγματα;

Υπάρχει μια εντελώς διαφορετική αντίληψη για τη μουσική, τις συναυλίες. Γενικά υπάρχει μια διαφορετική αντίληψη για τον χώρο της Τέχνης. Όλα είναι διαφορετικά. Ακόμα και για τα πρακτικά ζητήματα που σου λύνουν τα χέρια για να αφοσιωθείς απερίσπαστα σ’ αυτό που κάνεις. Υπάρχει ένας σεβασμός απέναντι σε κάθε τι που παρουσιάζεται, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η αναγνωρισιμότητα που έχει το έργο ή ο δημιουργός του. Το κοινό ξεκινάει να δει παραστάσεις, να δει συναυλίες, εκθέσεις ή οποιαδήποτε άλλη εκδήλωση, με εντελώς διαφορετική διάθεση και διαθεσιμότητα απ’ αυτήν που δείχνει στη χώρα μας. Είναι πραγματικά μια πολύ όμορφη και χρήσιμη εμπειρία και είμαι ευτυχής που μου έχει δοθεί και μου δίνεται συχνά η δυνατότητα να έρχομαι σε επαφή με ένα τέτοιο κοινό.

  • Η δισκογραφική σας δουλειά με τίτλο «Ρεσάλτο» τι αποδοχή είχε;

Ήταν η πρώτη μου δουλειά με παραγωγό τον αλησμόνητο Μάνο Ξυδούς. Είναι αυτό που λέγαμε πριν. Ακούγοντας μετά από χρόνια αυτόν τον δίσκο, μου φέρνει στο νου πολλές όμορφες στιγμές, αλλά και περίεργα συναισθήματα. Σ’ εκείνες τις πρώτες ηχογραφήσεις είχα να αντιμετωπίσω πολλές δυσκολίες, γιατί ερχόμουν για πρώτη φορά για να εγκατασταθώ στην Αθήνα. Όταν κυκλοφόρησαν τα τραγούδια, νομίζω Μάρτη του 1997, ένοιωσα περίεργα ακούγοντάς τα απ’ το ραδιόφωνο. Έχω την αίσθηση, τώρα που γυρίζω πίσω, ότι πολύς κόσμος αγάπησε το «Ρεσάλτο» και τα τραγούδια του. Ακόμα και σήμερα είναι πολλοί εκείνοι που το αναζητούν στα δισκοπωλεία, αλλά δυστυχώς ο δίσκος δεν επανεκδόθηκε. Βλέπετε, δεν είναι και οι καλύτερες μέρες για τη δισκογραφία. Τι να κάνουμε;

  • Η συνεργασία σας με τον Marco Zappa τι είναι για την καλλιτεχνική σας πορεία;

Πολύ σημαντική γνωριμία και πολύ σημαντική συνεργασία. Ξέρετε, ο Zappa είναι ο παραγωγός μου τα τελευταία χρόνια. Οι μουσικές μου και τα τραγούδια μου ηχογραφούνται στο εξωτερικό σε παραγωγές του Marco Zappa. Δεν ξέρω ποια θα ήταν η πορεία μου τα τελευταία δέκα χρόνια, δισκογραφικά εννοώ, αν δεν υπήρχε η δυνατότητα να γίνουν αυτές οι παραγωγές κάτω από αυτές τις συνθήκες. Ξέρουμε πολύ καλά εμείς που ασχολούμαστε με το τραγούδι και γράφουμε δίσκους, ότι τίποτα δεν είναι όπως πριν στο χώρο των δισκογραφικών. Αφήστε που δεν υπάρχουν πια εταιρείες. Οι πιο πολλές έχουν κλείσει και όσες δεν έκλεισαν, ξεπουλήθηκαν στις μεγάλες πολυεθνικές, οι οποίες βέβαια ουδόλως ενδιαφέρονται για το καλό ελληνικό τραγούδι.

  • Τα ποιήματά σας με τον τίτλο «Επέκεινα των Ασμάτων» από τις εκδόσεις «Μετρονόμος» τι απήχηση έχουν στο κοινό;

Αυτό δεν μπορώ να το γνωρίζω. Εδώ έχουμε ακόμη ένα πιο δύσκολο τοπίο απ’ αυτό του τραγουδιού. Τα πράγματα γίνονται περίπλοκα. Εξάλλου η ποίηση από μόνη της είναι ένα εκτυφλωτικό και μαζί ομιχλώδες τοπίο. Δεν μπορώ να γνωρίζω τίποτα για την διαδρομή των ποιημάτων μου, ούτε θα βρεθούν πολλοί να σου εκμυστηρευθούν πώς διαχειρίζονται αυτή τη σχέση. Η σχέση ποίησης και αναγνώστη είναι σχεδόν διαστροφή, η οποία δεν ομολογείται εύκολα. Αυτό που θα μπορούσα να πω με σιγουριά είναι ότι εξεπλάγην με την ανταπόκριση του κοινού στις παρουσιάσεις της ποιητικής συλλογής. Ήταν πραγματικά μια ευχάριστη έκπληξη.

  • Τον Ιούλιο του 2013 κυκλοφόρησε το cd σας «Unplugged». Είστε ευχαριστημένος από την πορεία του;

Δεν υπάρχει καλό και κακό ταξίδι. Είσαι ικανοποιημένος όταν κατεβάσεις το μολύβι και αφήσεις το χαρτί. Υπάρχει μια μεγάλη ανακούφιση. Ένα ουφφφ… και μια σπρωξιά για να κυλήσουν τα τραγούδια στο ποτάμι, σαν χάρτινες βαρκούλες. Από ‘κει και πέρα θ’ ανοιχτούν στη θάλασσα του χρόνου, κι εσύ δεν μπορείς με τίποτα να τα ξαναφέρεις πίσω.

  • Ποια ευχή σας περιμένετε να εκπληρωθεί, θα την μοιραστείτε μαζί μας;

Να βρει κάποια στιγμή, σύντομα, η χώρα τον βηματισμό της. Να προχωρήσουμε μπροστά, να μην ξανακάνουμε τα ίδια λάθη, να σταματήσει αυτή η λαίλαπα της μετανάστευσης των νέων και να γίνουμε επιτέλους μια σύγχρονη και προοδευτική χώρα, πρωτοπόρος, όπως άλλωστε μας αξίζει, αναδεικνύοντας όλες εκείνες τις πτυχές και τις αρετές που έχουμε ως λαός και που τόσα χρόνια έχουν καταχωνιαστεί και εγκλωβιστεί στη λογική της προσωπικής μας και μόνο ανέλιξης, που κυνηγάει ένα μίζερο και εφήμερο όνειρο.

  • Έχετε κάτι έτοιμο; Το επόμενο βήμα σας;

Ναι, είναι έτοιμη μια ποιητική συλλογή που αποτελείται από εξήντα ποιήματα, που γράφτηκαν τα τελευταία δύο χρόνια, κάτω από τον τίτλο «Το κουφάρι του τζίτζικα». Πιστεύω θα κυκλοφορήσει μέσα στη νέα χρονιά, όπως και τα καινούργια μου τραγούδια που ελπίζω να έχω τελειώσει σύντομα και να κυκλοφορήσουν και αυτά μέσα στο 2016. Ε… δεν είναι και λίγα!

Μαίρη Γκιώνη-Λαρεντζάκη (“Παλμός” 15.1.16)