Είναι ελάχιστες οι περιπτώσεις των καλλιτεχνών που η ειλικρίνεια και η ευθύτητα του λόγου τους καθίσταται προφανής από τις πρώτες τους λέξεις, από τις πρώτες τους απαντήσεις. Εξαρχής είχα την εντύπωση ότι ο Γιώργος Σταυρακάκης ανήκει σε αυτή την κατηγορία των καλλιτεχνών… Η συνέντευξη επιβεβαίωσε την εικόνα που είχα για εκείνον… Με το χειμμαρώδη λόγο του μιλάει με νοσταλγία και ενθουσιασμό για την πρώτη του επαφή με τη μουσική μέσα από τα τζουκ μπόξ και τον τρόπο με τον οποίο αυτή εξελίχθηκε σε επαγγελματική ενασχόληση και τρόπο ζωής… Η έκφρασή του αγριεύει και γίνεται ιδιαίτερα επικριτικός όταν αναφέρεται στην σύγχρονη μουσική βιομηχανία, τα μουσικά ρεύματα και τις ενορχηστρωτικές τάσεις που προσπαθεί να επιβάλλει στους καλλιτέχνες, ενώ δεν εξαιρεί από την κριτική του συναδέλφους του αλλά και δημοσιογράφους. Επιμένει στη συνέπεια ως βασικό χαρακτηριστικό της στάσης ζωής και της δημιουργίας των καλλιτεχνών, “φιλοσοφεί” καθώς αναφέρεται στη σχέση του με την ποίηση, μιλάει για τις παλαιότερες και τις νέες συνεργασίες του, για τις “Χάρτινες πόλεις”, για τον τρόπο που του αρέσει να εκφράζεται καλλιτεχνικά και να επικοινωνεί με το κοινό, για τις προσεχείς ζωντανές του εμφανίσεις…
- Η πρώτη σας δισκογραφική δουλειά, το «Ρεσάλτο», τοποθετείται χρονικά το 1997, όμως η ενασχόλησή σας με τη μουσική ξεκινάει αρκετά χρόνια νωρίτερα. Ποια είναι τα πρώτα ερεθίσματα που σας ώθησαν να ασχοληθείτε με το τραγούδι και ποια η αφορμή που σας οδήγησε να ασχοληθείτε πλέον επαγγελματικά με αυτό;
Το τραγούδι ήταν μια υπόθεση που χόρευε μέσα μου πολύ πριν ασχοληθώ ενεργά μ’ αυτό. Θυμάμαι, όταν ήμουν ακόμη μικρό παιδί και πηγαίναμε με τους γονείς μου και με συγγενείς σε διάφορες ταβέρνες, να κολλάω το πρόσωπό μου στο τζάμι των τζουκ μποξ και να παρακολουθώ μαγεμένος όλη εκείνη τη διαδικασία με τα μικρά δισκάκια όταν τα άρπαζε η δαγκάνα και τα τοποθετούσε στο πλατώ. Και μετά ακολουθούσε το θαύμα. Μουσικές και τραγούδια πλημμύριζαν το σώμα μου και την ψυχή μου. Αργότερα στο σχολείο με τους συμμαθητές μου φτιάξαμε το πρώτο μας γκρουπ, όπως άλλωστε κάνουν όλοι οι πιτσιρικάδες σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Θα μου πεις, δεν ακολουθούν όλοι και για πάντα αυτή την ιστορία, όμως για μένα η μουσική και το τραγούδι ήταν ένας τρόπος για να ζω και να ‘μαι ευτυχισμένος. Κάποια στιγμή βρέθηκα με την κιθάρα μου να παίζω και να τραγουδάω σε κάποιους μικρούς χώρους. Αυτή ήταν η αρχή. Δεν είχα βέβαια σκοπό να βιοποριστώ από αυτή τη δραστηριότητα, όμως η ζωή τα φέρνει αλλιώς βλέπεις! Ήρθαν αυτό που λέμε τα πρώτα νυχτοκάματα, έπειτα ο κόσμος που επιβράβευε με τη σειρά του τον νεαρό τροβαδούρο, ε.., όπως καταλαβαίνεις δεν ήταν εύκολο να τα παρατήσεις, παρόλο που υπήρξαν και υπάρχουν ακόμα και σήμερα δυσκολίες. Όταν όμως αγαπάς πολύ κάτι, ζεις και πεθαίνεις παρέα μ’ αυτό.
- Είχατε την τύχη στην αρχή της καλλιτεχνικής σας διαδρομής να «συναντήσετε» δύο σημαντικούς Έλληνες καλλιτέχνες, τον Μάνο Λοΐζο και τον Μανόλη Ρασούλη. Πώς δια-σταυρώθηκαν οι δρόμοι σας και ποιες οι εμπειρίες σας από αυτή τη μουσική συνάντηση;
Ήταν μια συνάντηση που έγινε σε έναν από εκείνους τους μικρούς χώρους που έλεγα πριν, στο Ηράκλειο. Εγώ ξεκινούσα τότε το τραγούδι και στην παρέα σ’ εκείνη την μικρή μουσική σκηνή -μπουάτ τις λέγαν τότε- ήταν και ο Μανόλης ο Ρασούλης που τραγουδούσε κάποια δικά του τραγούδια και διάβαζε και κάποια κείμενα εμβόλιμα στα τραγούδια. Θυμάμαι το «Στη ρωγμή του χρόνου», την «Μπαλάντα της νοικοκυράς» και πολλά άλλα που δεν είχαν ακόμα δισκογραφηθεί, να τα τραγουδάμε μαζί τότε. Κάποια στιγμή μας επισκέφθηκε ο Μάνος Λοΐζος, ο οποίος «κυνηγούσε» τον Ρασούλη για να του τελειώσει τους στίχους απ’ «Τα τραγούδια της Χαρούλας» που είχε ξεκινήσει να γράφει. Ο Ρασούλης όμως μάλλον είχε «φρακάρει» και ο Λοΐζος σχεδόν εγκαταστάθηκε στην πόλη. Ξεκινήσαμε λοιπόν όλοι μαζί ένα πρόγραμμα με πολλά από τα τραγούδια του Μάνου που αργότερα είδαν το φως της δημοσιότητας και αγαπήθηκαν πολύ από τον κόσμο. Είμαι πολύ τυχερός που αρκετά από αυτά τα τραγούδια, όπως το «Τίποτα δεν πάει χαμένο», «Τι να πω σε μια πόλη», τα τραγούδησα πρώτος εγώ μπροστά σε κόσμο και είναι μια εμπειρία που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Πολλές φορές σκέφτομαι πως αν ο Μάνος ζούσε, πόσα ακόμα θα είχε προσφέρει στο ελληνικό τραγούδι, γιατί ήταν ένας πολύ σπουδαίος συνθέτης και πολύ μπροστά από την εποχή του. Κρίμα που έφυγε τόσο νέος.
- Αν και είστε γεννημένος στην Κρήτη ελάχιστες επιρροές από την μουσική παράδοση του νησιού αποτυπώνονται στις μέχρι σήμερα δισκογραφικές σας δουλειές που προσεγγίζουν περισσότερο δυτικές φόρμες. Ποιες είναι οι επιρροές που καθόρισαν την έκφρασή σας μέσα από τη μουσική;
Αυτό είναι αλήθεια. Ο κάθε άνθρωπος επιλέγει τον τρόπο της έκφρασής του. Αυτό συμβαίνει βέβαια και στους δημιουργούς. Όταν άκουσα για πρώτη φορά τον Leonard Cohen να τραγουδά, στην ουσία την ποίησή του, συγκινήθηκα. Αργότερα ανακάλυψα την ιταλική σχολή των τραγουδοποιών και ενθουσιάστηκα. Είπα μέσα μου, αυτό είναι. Κάπως έτσι θα ‘θελα κι εγώ να εκφραστώ. Αυτό μου πάει, άλλωστε έχει να κάνει με τον τρόπο που ζω και πορεύομαι. Δεν τα είχα ποτέ καλά με τα μουσικά ρεύματα και τις ενορχηστρωτικές τάσεις που εμφανίζονται κατά καιρούς. Στις περισσότερες περιπτώσεις από πίσω κρύβεται η βιομηχανία των εταιρειών. Δέστε τι γίνεται τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα με τα ούτια, τα σάζια, τα νέια… Ένα ψευτο-έθνικ που ήθελε η ευρωπαϊκή μουσική βιομηχανία, μόνο που στην Ελλάδα έγινε κατά τη γνώμη μου με τον χειρότερο τρόπο. Πολλοί πήραν παραμάσχαλα μια λύρα κι ένα λαούτο κι όποιον πάρει ο χάρος. Αυτό δεν είναι παράδοση. Είναι η παραδοχή των πολλών ότι όποιος παίζει μ’ αυτόν τον ήχο είναι και σύγχρονος. Τι να πω! Η απόλυτη ξεφτίλα και επιμένω ότι πίσω απ’ αυτό είναι οι δισκογραφικές και οι παραγωγοί τους -Θεός να τους κάνει παραγωγούς.
Κοιτάξτε, η Ελλάδα πατάει με το ένα πόδι στην Ανατολή και με το άλλο στη Δύση κι αυτή η πατημασιά είναι που κάνει το πολιτισμικό μας τοπίο ενδιαφέρον. Είναι ένα μπογάζι ήχων και ρευμάτων που μπορεί κάτω από κανονικές συνθήκες να δώσει πολύ ενδιαφέρουσες και όμορφες δημιουργίες. Άλλωστε αυτό έχει συμβεί στο παρελθόν. Το χειρότερο μ’ όλη αυτή την ιστορία είναι ότι πολλοί αξιόλογοι δημιουργοί συνυπογράφουν με τον τρόπο τους τα σχέδια και τις ορέξεις εκείνων που παρασιτούν καβάλα στο ελληνικό τραγούδι. Θυμάμαι εκείνα τα καταπληκτικά τραγούδια του Μάλαμα στις «Ασπρόμαυρες ιστορίες» που για πολλά χρόνια έμεναν στα αζήτητα. Έπρεπε να περάσει ως δημιουργός απ’ τα «τσιγάρα» και τις «πριγκιπέσσες» για να υπάρχει με τον τρόπο που υπάρχει μέχρι το «Πέρασμα». Το καλό βέβαια είναι ότι υπάρχει, αλλά ένα από τα συστατικά της δημιουργίας αλλά και της στάσης ζωής των δημιουργών είναι και η συνέπεια, που πρέπει κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες να διατηρούν και να υπερασπίζονται. Πώς αλλιώς θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για αληθινή και αυθεντική Τέχνη.
- Μια άλλη έκφραση της καλλιτεχνικής σας προσωπικότητας -συναφής αλλά και αυτόνομη σε σχέση με την ενασχόλησή σας με τη μουσική- είναι η έκδοση ποιητικών συλλογών. Πώς συνδυάζονται στην περίπτωσή σας η ποίηση με τη μουσική ως τρόπος έκφρασης και ποια η σημασία τους για εσάς;
Θα έλεγα δύο διαφορετικές διαδρομές με την ίδια αφετηρία. Ξεκινάω από εκεί που ο λόγος γίνεται το απαραίτητο εργαλείο για να επικοινωνήσεις τη σκέψη σου. Καταλαβαίνεις όμως στην πορεία ότι η προσέγγιση είναι και πρέπει να είναι διαφορετική στο κάθε δημιούργημα. Στα ποιήματα ο αναγνώστης καταλαβαίνει ότι βρίσκεται μέσα σ’ ένα γοητευτικό τοπίο το οποίο καλείται συνεχώς να ψαχουλεύει ούτως ώστε αυτό που φαίνεται στην αρχή ακατανόητο να γίνεται στην πορεία, όσο παραμένει σ’ αυτό το τοπίο, απόλυτα κατανοητό γιατί έχει δει και ερμηνεύσει τον συγκεκριμένο κόσμο με την δική του Τέχνη, την Τέχνη που κρύβει μέσα του. Και αυτό είναι ένα περιβάλλον, μια αλάνα θα έλεγα που οφείλει να δημιουργεί ο ποιητής γράφοντας για να μπορούν να παίξουν οι αναγνώστες όπως τα μικρά παιδιά, χωρίς κανόνες και όρια. Το τραγούδι όμως είναι μια άλλη υπόθεση. Εκεί πρέπει να γράφεις με εντελώς διαφορετικό τρόπο. Να μπορείς να γίνεσαι άμεσα αντιληπτός και αυτό προϋποθέτει ορισμένες υποχρεώσεις. Να δέχεσαι για παράδειγμα μια αόρατη μεσολάβηση στη δική σου γλωσσική έκφραση. Σαν να το είχες γράψει από κοινού με τον ακροατή. Κι αυτό για μένα είναι μια πολύ δύσκολη υπόθεση. Ακόμα και σήμερα αναρωτιέμαι αν τα έχω καταφέρει. Αλλά όπως και να ‘χει, τελικά νομίζω ότι αξία έχουν αυτές οι διαδρομές που είπα και στην αρχή και που έχουν πρωτίστως μια πρακτική αξία. Μια αξία που συνίσταται στο ότι υπάρχω και χαίρομαι τη στιγμή που δημιουργώ και όχι όταν έχω ήδη δημιουργήσει.
- Στην τελευταία σας δισκογραφική δουλειά -τις «Χάρτινες πόλεις»- συνεργάζεστε με τον Ελβετό ιταλόφωνο συνθέτη Marco Zappa. Είναι αυτή η συνύπαρξη η πιο στενή και ολοκληρωμένη συνεργασία σε μια καλλιτεχνική σχέση που ξεκίνησε αρκετά χρόνια πριν;
Όχι, δεν θα το έλεγα. Εδώ ο Zappa είναι ο παραγωγός της δουλειάς μου και οφείλω να ομολογήσω ότι ήταν για μένα μια ευχάριστη εμπειρία όλη αυτή η διαδικασία της ηχογράφησης και της συνεργασίας μου με τους μουσικούς και όλους τους συντελεστές της παραγωγής. Με τον Zappa έχουμε κάνει πράγματα πιο σημαντικά για μένα, όπως συναυλίες, ζωντανές ηχογραφήσεις, να σας πω εδώ ότι πέρυσι βρεθήκαμε μαζί σε συναυλία στο κρατικό ραδιόφωνο της Ελβετίας και ηχογραφήθηκε ζωντανά το cd «Rittrati». Πριν δύο τρία χρόνια ο Zappa διασκεύασε στα ιταλικά δικά μου τραγούδια, όπου και αυτά κυκλοφορούν στο εξωτερικό, όπως και εγώ με τη σειρά μου έχω αποδώσει στα ελληνικά τραγούδια του Zappa που υπάρχουν στο «Carousel». Νομίζω ότι όλα αυτά έχουν περισσότερη ουσία από μια παραγωγή δίσκου, αλλά βέβαια από την άλλη πλευρά όλοι γνωρίζουμε ότι τα πράγματα πια στην Ελλάδα είναι πολύ δύσκολα. Σχεδόν έχουν σταματήσει όλες οι παραγωγές και η προσωπική μου άποψη είναι ότι δεν θα επιστρέψουμε ποτέ πια στην πρότερη κατάσταση. Είμαι λοιπόν ευτυχής που βρέθηκε παραγωγός στο εξωτερικό να πιστέψει και να κάνει αυτή την παραγωγή.
- Σπάνια συναντά κανείς Έλληνα καλλιτέχνη που να αναζητεί στο εξωτερικό ευκαιρίες και δυνατότητες να βελτιώσει τον ήχο και την παραγωγή των δισκογραφικών του εργασιών. Εσείς αντίθετα ηχογραφήσατε την τελευταία σας δισκογραφική δουλειά στην Ελβετία υπό την επιμέλεια του Marco Zappa. Πέρα από τη συχνή συνεργασία και την καλλιτεχνική σας σχέση με τον συνθέτη, είναι αυτή μια προσπάθεια να εξελίξετε το αποτέλεσμα της δουλειάς σας;
Δεν ξέρω αν αυτό ήταν μια ευκαιρία, αυτό που γνωρίζω σίγουρα είναι ότι στην Ελλάδα οι άνθρωποι που ασχολούνται με το τεχνικό μέρος στη μουσική έχουν και τα μέσα και τη γνώση για να διεκπεραιώσουν με τον καλύτερο τρόπο μια παραγωγή. Το πρόβλημα είναι αλλού. Δεν υπάρχει η θέληση και η συνέπεια που απαιτεί αυτή η δουλειά. Και αυτό βέβαια είναι κομμάτι που αφορά την παραγωγή. Οι διάφοροι παρατρεχάμενοι υπάλληλοι των εταιρειών κοιτάζουν πώς με το χαμηλότερο κόστος θα έχουν το μεγαλύτερο κέρδος. Οι καλλιτέχνες σχεδόν αδύναμοι να αντιδράσουν αποδέχονται τις συνθήκες κάτω απ’ τις οποίες υποχρεώνονται να δουλέψουν κι έτσι τις περισσότερες φορές δεν έχουμε το επιθυμητό αποτέλεσμα. Εδώ κοιτάζουν πώς θα κόψουν και από το φυλλάδιο που συνοδεύει το cd και που θα πρέπει να αναγράφονται όλες εκείνες οι απαραίτητες πληροφορίες που συνοδεύουν μια κυκλοφορία. Απ’ ό,τι γνωρίζω έχουν σταματήσει παραγωγές και εκδόσεις για ένα τετρασέλιδο, που για κάποιους λογιστές και δημοσιοσχετίστες είναι περιττό έξοδο.
Αλλά να σου πω και κάτι άλλο, όλα ξεκινούν και αναπαράγονται απ’ αυτούς που τάχα κόπτονται για το καλό του ελληνικού τραγουδιού και που χύνουν κροκοδείλια δάκρυα όταν κλείνει το όποιο «Δίφωνο» και η όποια δισκογραφική. Δηλαδή και όσο ήταν υπάλληλοι και υπηρέτες επί μισθώ σε αυτή την ιστορία γιατί δεν μιλούσαν; Δεν έβλεπαν ότι υπηρετούσαν σιωπηρώς τα συμφέροντα και τη χυδαιότητα των αφεντικών τους; Τώρα απολυμένοι κλαίγουν και οδύρονται που έκλεισε το «Δίφωνο». Αστεία πράγματα. Τον μισθουλάκο τους έχασαν και την «βαρύγδουπη» υπογραφή τους. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά σπεύδουμε κι εμείς οι καλλιτέχνες να συνυπογράφουμε στις διαμαρτυρίες τους, «…λυπούμαστε, είμαστε μαζί σας, κρίμα….» και άλλες αηδίες. Στο γλείψιμο δηλαδή.
- Όσον αφορά την επαφή σας με το κοινό, είστε ένας καλλιτέχνης «ανήσυχος», δε βολεύεστε εύκολα σε χώρους και μουσικές σκηνές, ταξιδεύετε συχνά για να παρουσιάσετε τα τραγούδια σας και να εκφραστείτε καλλιτεχνικά. Ποια είναι η σημασία που έχει για εσάς η επαφή με το κοινό;
Δεν βολεύομαι με αυτό που συμβαίνει γύρω μου. Νοιώθω άβολα γιατί μόνοι μας βγάζουμε τα μάτια μας και αυτό έχει σχέση με αυτά που σας έλεγα πριν. Η ανησυχία δεν είναι τόσο καλλιτεχνική όσο ανθρώπινη. Ταξιδεύω όποτε μπορώ και όποτε μου δίνεται η ευκαιρία, γιατί η μουσική και το τραγούδι ακουμπά με τον ίδιο γοητευτικό τρόπο όλους τους ανθρώπους. Αισθάνομαι τυχερός που έχω αυτή τη δυνατότητα. Άλλωστε αυτή η ιδιότυπη συνομιλία με το κοινό γίνεται πάντα η αφετηρία για το επόμενο βήμα.
- Ποιοι χώροι φιλοξενούν αυτή την περίοδο τη νέα σας δισκογραφική δουλειά αλλά και τα παλαιότερα τραγούδια σας;
Από τις αρχές του Νοέμβρη παρουσιάζω με τους συνεργάτες μου τις «Χάρτινες πόλεις», παλιότερες δουλειές μου, αλλά και άλλα τραγούδια που μου αρέσουν πολύ και που θα ‘θελα να είχα γράψει εγώ. Έκλεισε ένας κύκλος παραστάσεων σε μουσικές σκηνές στην Αθήνα και τώρα ξεκινάμε έναν δεύτερο σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας αλλά και κάποιες, λίγες, εμφανίσεις στο «Μπαράκι του Βασίλη» που ξεκινάνε από το Σάββατο 12 Φεβρουαρίου. Θέλω να πιστεύω ότι όλα θα πάνε καλά και όσοι μας τιμήσουν με την παρουσία τους θα το φχαριστηθούν.
Γιώργος Τζαγάκης (“Ορφέας” 8.2.11)