- Ποια ήταν η πρώτη σας επαφή με τη μουσική και τι σας έκανε να ασχοληθείτε με αυτήν;
Νομίζω είναι δύσκολο να προσδιορίσεις χρονικά και με ακρίβεια τα πρώτα σου ακούσματα. Είναι σα να μου ζητάτε να σας πω πότε γέλασα ή έκλαψα για πρώτη φορά. Το γεγονός και μόνο ότι αποφασίζεις να πορευτείς στη ζωή σου παρέα με αυτό που αγαπάς, παγιώνει μέσα σου την υποψία ότι είναι μια πλευρά του εαυτού σου που την κουβαλάς πριν ακόμα ανοίξεις τα μάτια σου για να δεις τον κόσμο.
- Ο μουσικός και ο ποιητής γεννιούνται ή γίνονται;
Αυτό ακριβώς σας λέω. Έχω την υποψία ότι γεννιούνται. Αυτό όμως σημαίνει ότι πρέπει να συμβούν διάφορα πράγματα για να ενεργοποιήσουν αυτό που υπάρχει. Έπειτα μιλάμε και για μια γλώσσα η οποία στις περισσότερες φορές θέλει εκμάθηση, προκειμένου να καταθέσει με σαφήνεια εκείνα που πάλλονται μέσα τους. Αλλά νομίζω ότι το προχωράμε πολύ. Όπως και νάχει, πρόκειται για περίπλοκες καταστάσεις που οπωσδήποτε προϋποθέτουν ένα περιβάλλον φιλικό στο να υποδεχτεί αυτό που σου συμβαίνει και πάνω απ’ όλα να το αγκαλιάσει. Ξέρετε, πάρα πολλοί άνθρωποι, με σπάνιο ταλέντο, έχουν εκφράσει κάποια στιγμή στη ζωή τους την ανάγκη να μιλήσουν με διαφορετικό τρόπο. Όμως βρέθηκαν αντιμέτωποι με ένα σκληρό και άκαμπτο περιβάλλον που τους ανάγκασε να ακολουθήσουν τους πολλούς και την κοινή τους γλώσσα. Αυτό δημιουργεί μια ιδιότυπη αναπηρία που την κουβαλάνε μέσα τους μέχρι να πεθάνουν. Συμβαίνει συχνά στους ανθρώπους. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με την ποίηση αλλά και με όλες τις τέχνες. Είναι τελικά πολύ δύσκολο το να αρνηθείς να μιλήσεις μια κοινή γλώσσα, πόσο μάλλον το να επιμείνεις δημιουργικά σ’ αυτή τη στάση.
- Ποιητής και τραγουδοποιός. Τι σας γοητεύει περισσότερο;
Νομίζω ότι πρόκειται για δύο διαφορετικά πράγματα που συνυπάρχουν μέσα μου. Απορρέουν αν θέλετε από την ίδια ανάγκη, αλλά ακολουθούν εντελώς διαφορετικές διαδρομές. Είναι εξίσου γοητευτικά και τα δύο τοπία, αφού γνωρίζεις ότι μέσα από το έργο σου, είτε αυτό είναι ένα ποίημα είτε ένα τραγούδι, θα βρεθείς με πολλούς ανθρώπους οι οποίοι θα θελήσουν να ταυτιστούν μ’ αυτό. Εκεί ακριβώς κρύβεται και η δύναμη της δημιουργίας.
- Γράφετε πρώτα τη μουσική ή τον στίχο στα τραγούδια σας;
Δεν ξέρω, νομίζω ότι γίνονται ταυτόχρονα. Κι αυτό γιατί ποτέ μέχρι τώρα δεν κατάφερα να μελοποιήσω έναν ολοκληρωμένο στίχο ή τουλάχιστον δεν το προσπάθησα αρκετά. Τώρα που με ρωτάτε, είμαι σίγουρος ότι κανένα από τα δυο δεν προϋπάρχει του άλλου. Κανένα απ’ τα δυο κομμάτια, μουσική ή στίχος, δεν έχει από μόνο του ένα σύντομο ή μακροχρόνιο ιστορικό. Πρόκειται μάλλον για σιαμαία κατάσταση.
- Στην αρχή της καριέρας σας συναντηθήκατε με τον Μάνο Λοΐζο και τον Μανόλη Ρασούλη. Πόσο σας επηρέασαν στη μετέπειτα πορεία σας;
Δεν μπορώ να πω ότι επηρεάστηκα από αυτούς τους ανθρώπους, γιατί ήδη από την παιδική μου ηλικία κατά έναν περίεργο τρόπο ήξερα πολύ καλά τι ήθελα. Αυτό ήρθε να παγιωθεί στην εφηβεία μου, όταν φτιάχναμε τα πρώτα μαθητικά μουσικά γκρουπ αλλά και όταν κρυφά σκάρωνα τα πρώτα μου στιχάκια. Απλώς η γνωριμία με τόσο σημαντικούς ανθρώπους που καταθέτουν σπουδαίο έργο, σε γοητεύει και έρχεται για άλλη μια φορά να επιβεβαιώσει και να ενθαρρύνει τις επιλογές σου. Δεν είναι λίγο αυτό, η πορεία του κάθε ανθρώπου, του κάθε δημιουργού, είναι ξεχωριστή και σπάνια, με την έννοια της μοναδικότητας. Αλλά αν θα’ πρεπε να επιστρέφεις πού και πού πίσω σε ’κείνα τα χρόνια, φυσικά δεν θα μπορούσες να μη μιλήσεις για τη στάση ζωής και τη συνέπεια αυτών των μεγάλων δημιουργών.
- Θα μπορούσε να υπάρξει σήμερα ένα νέος Λοΐζος ή Ρασούλης;
Κοιτάξτε, η Ελλάδα σήμερα έχει αλλάξει. Οι ανάγκες των ανθρώπων είναι εντελώς διαφορετικές από εκείνες πριν 30, 40 ή 50 χρόνια. Ακόμα και ο τρόπος που εκφράζονται είναι διαφορετικός. Βέβαια έννοιες όπως η αγάπη, η ελευθερία, ο έρωτας, ο αγώνας για μια καλύτερη ζωή, θα παραμένουν πάντα ζητούμενα στο έργο των δημιουργών. Ο Λοΐζος ήρθε πριν 40 χρόνια να δώσει μια νέα πνοή στο ελληνικό λαϊκό τραγούδι, αλλά ταυτόχρονα να στρατευτεί με την τέχνη του, ως όφειλε, στον αγώνα που έδινε ο λαός μας για την ελευθερία του. Από την άλλη, λίγο μετά, ο Ρασούλης ήρθε να αλλάξει με την αιρετική του γραφή αλλά και στάση, όλο το ελληνικό τραγούδι. Έφερε τα πάνω κάτω. Γι’ αυτό και του έγινε ένας πολυμέτωπος πόλεμος. Αυτοί οι άνθρωποι ό,τι ήταν να κάνουν το έκαναν και με το παραπάνω. Κρίμα που έφυγαν και οι δυο τους νέοι, γιατί θα μπορούσαν να δώσουν ακόμα περισσότερα. Αν σκεφτούμε λοιπόν με βάση αυτά που σας είπα πριν, μιλάμε για κάποιους πιονέρους της τέχνης. Αυτό δεν συμβαίνει συχνά. Έρχεται να επαναληφθεί μετά από μεγάλα χρονικά διαστήματα. Όμως και σήμερα υπάρχουν σπουδαίοι δημιουργοί με σημαντικό έργο το οποίο εξελίσσεται σε ένα διαφορετικό εκείνης της εποχής τοπίο, που είναι πολύ σκληρό και αδηφάγο, ένα έργο που θα χρειαστεί χρόνο για να αναδυθεί και να πάρει τη θέση που του αξίζει. Κι αυτό γίνεται γιατί όπως είπα και στην αρχή ζούμε σε μια άλλη Ελλάδα και οι ανάγκες των ανθρώπων είναι εντελώς διαφορετικές ή, για να το πω σωστά, εκφράζονται εντελώς διαφορετικά.
- Για μεγάλο χρονικό διάστημα βρεθήκατε στο εξωτερικό όπου συνεχίσατε την ενασχόλησή σας με το τραγούδι. Τι αποκομίσατε;
Ναι, πριν κάποια χρόνια ήμουν στο εξωτερικό και αυτό ήταν πραγματικά μια ωραία και χρήσιμη εμπειρία. Δεν σταμάτησα φυσικά να κάνω αυτό που έκανα και το σημαντικό είναι ότι έτυχα μιας σπουδαίας υποδοχής, πράγμα το οποίο δεν περίμενα από ένα κοινό με διαφορετική κουλτούρα, που μιλούσε μια διαφορετική γλώσσα και που ενδεχομένως να μην είχε ποτέ ξανά στη ζωή του τέτοια ακούσματα. Εν πάση περιπτώσει αυτό συνέβη και ήταν μια όμορφη και χρήσιμη εμπειρία. Και λέω χρήσιμη γιατί μετά από χρόνια, όταν μου έγινε πρόταση να παρουσιάσω πια τη δική μου δουλειά σε διάφορες χώρες, δεν είχα κανέναν ενδοιασμό να το κάνω, παρόλο που ήξερα ότι θα ήταν ακόμα πιο δύσκολο. Το έκανα όμως και δεν βγήκα χαμένος. Και εγώ και οι συνεργάτες μου είμαστε ενθουσιασμένοι.
- Μεγάλος σταθμός στην καριέρα σας υπήρξε η συνεργασία σας με τον Marco Zappa. Τι σας άφησε;
Με τον Zappa συνεργαζόμαστε πολλά χρόνια τώρα. Μια συνεργασία που ξεκίνησε δειλά όταν μου ζήτησε να του γράψω ένα τετράστιχο στα ελληνικά, για ένα κομμάτι που συνέθεσε στην Ελλάδα. Δεν το έγραψα μόνο, αλλά το τραγούδησα κιόλας. Αυτό ήταν η αρχή μιας πολυεπίπεδης συνεργασίας που έχει να κάνει με διασκευές δικών μου τραγουδιών στα ιταλικά και δικών του στα ελληνικά, κοινές συναυλίες σε Ελλάδα και εξωτερικό, αλλά τα τελευταία 5 χρόνια έχει αναλάβει και τις παραγωγές μου οι οποίες γίνονται πλέον στο εξωτερικό με τη δική του επίβλεψη. Πέρα λοιπόν από τη δυνατή φιλία που αναπτύχθηκε τα τελευταία 10-11 χρόνια, οπωσδήποτε πρόκειται για ένα σημαντικό σταθμό στη μουσική μου διαδρομή που νομίζω ότι έχει πολλά πράγματα ακόμα να δώσει.
- Είχατε μια μακρόχρονη καλλιτεχνική παρουσία στο Ηράκλειο, με τον κόσμο να έχει αναγνωρίσει την τέχνη σας. Τι σας έκανε να φύγετε εκτός Κρήτης;
Οι λόγοι ήταν καθαρά προσωπικοί, αλλά νομίζω ότι εκείνη την εποχή έκλεινε μαζί και ένας κύκλος της ζωής μου. Ένοιωθα έντονα την ανάγκη να κάνω πράγματα για μένα, που δεν ήταν δυνατόν να ξεδιπλωθούν και να επιβιώσουν σ’ αυτή την πόλη. Άλλωστε ό,τι είχα να δώσω στο Ηράκλειο ως δημιουργός μέχρι εκείνη τη στιγμή, το είχα δώσει. Ένοιωθα ένα άδειασμα και είχα μια τάση φυγής. Πέρα λοιπόν απ’ τους προσωπικούς λόγους είχα κατά νου να φύγω έτσι κι αλλιώς. Δεν έχει σημασία πού θα πήγαινα και για πόσο χρόνο. Και αυτό συνέβη. Μου λείπει όμως η Κρήτη και το Ηράκλειο και όποτε έχω χρόνο και διάθεση, έρχομαι.
- Μια ακόμη δημιουργική και επιτυχημένη προσπάθεια ήταν η Μουσική Σκηνή «Τρομπόνι». Θα μπορούσε σήμερα να λειτουργήσει στο Ηράκλειο ένας αντίστοιχος χώρος;
Το «Τρομπόνι» ήταν μια φάμπρικα μουσικής και μαζί ένας χώρος έκφρασης που μέχρι τότε δεν είχε ξαναστηθεί, τουλάχιστον στο Ηράκλειο και στην Κρήτη. Δεν ξέρω καν αν υπήρχε ο όρος «μουσική σκηνή», νομίζω ότι όχι, αλλά αυτό δεν έχει και τόση σημασία. Σημασία έχει ότι από ‘κει πέρασαν, πέρα απ’ τους γνωστούς και σπουδαίους Έλληνες τραγουδοποιούς και συνθέτες, πολλά νέα παιδιά που αργότερα ακολούθησαν τη μουσική και εξακολουθούν να την υπηρετούν με συνέπεια. Κάποτε, όπως συμβαίνει με όλα τα πράγματα στη ζωή, αυτή η υπόθεση έκλεισε τον κύκλο της. Άνοιξαν άλλοι χώροι στην πόλη, όπου μουσικοί και ακροατές βρήκαν στέγη για να εκφραστούν και να ψυχαγωγηθούν αντίστοιχα. Σίγουρα δεν ήταν και δεν είναι αυτοί οι χώροι στην κατεύθυνση που ήταν τότε το «Τρομπόνι» αλλά πρέπει επίσης να σκεφτούμε ότι μιλάμε για άλλη εποχή και εν πάση περιπτώσει για άλλη αντίληψη. Μη με ρωτάτε αν θα μπορούσε να υπάρξει ξανά αυτή η ιστορία. Ό,τι γίνεται από ‘δω και πέρα, θα είναι πάντα διαφορετικό.
- Έχετε κρατήσει επαφή με την Κρήτη και το κοινό της;
Με την Κρήτη και το Ηράκλειο, ναι. Με το κοινό τους, με τον τρόπο που καταλαβαίνω ότι το εννοείτε, όχι. Έχω πολλά χρόνια να παίξω στο Ηράκλειο και γενικά στην Κρήτη, αλλά δεν θα έλεγα ότι μου λείπει αυτή η σχέση. Φαίνεται ότι δεν το έχω και τόσο ανάγκη. Συμβαίνουν αυτά τα πράγματα με τις μεγάλες αγάπες. Η απόσταση καλλιεργεί μια γενναιοδωρία στα συναισθήματα.
- Πόσο έχουν αλλάξει τα πράγματα στη μουσική από τότε που ξεκινήσατε εσείς;
Αν εννοείτε τη δισκογραφία, δε νομίζω ότι έχουν αλλάξει πολλά πράγματα όσον αφορά στον τρόπο που οι δημιουργοί αντιλαμβάνονται το σύγχρονο ελληνικό τραγούδι. Στη βιομηχανία όμως της μουσικής και της παραγωγής δίσκων έχουν έρθει τα πάνω κάτω. Και αυτό συνέβη πριν ξεσπάσει η κρίση και τα μνημόνια. Η παραγωγή δίσκων και μουσικής με τον τρόπο που γνωρίζαμε, πέθανε. Ίσως είναι καλύτερα έτσι, μάλλον τώρα που το ξανασκέφτομαι, είναι σίγουρα καλύτερα έτσι. Έχουμε την ολοσχέρεια της δουλειάς μας και έτσι ησυχάσαμε. Ούτε γκρίνιες ούτε παράπονα. Θα μου πείτε είναι κοστοβόρο και ενδεχομένως να μην μπορούν όλοι οι δημιουργοί να ανταπεξέλθουν σ’ αυτό το έξοδο. Ναι, είναι κι έτσι, αλλά σήμερα υπάρχουν πολλοί τρόποι για να χαμηλώσεις αισθητά το budget μιας παραγωγής και σίγουρα είναι λιγότερο οδυνηρό απ’ το ψυχικό κόστος που σου δημιουργούσαν όλοι αυτοί οι παρατρεχάμενοι, παραγωγοί, διευθυντές, εταιρειάρχες και κάθε λογής έμποροι και ξερόλες.
Αμ. Αγγελάκη (“Πρόσωπα Κρήτης” 3.12.14)