Εκδόσεις: poema (2016)
Κι όσοι ψελλίσαμε το ανορθόγραφο
με το συντακτικό των ματιών,
θα βρούμε ίσως κάποτε τον τρόπο
να υψώσουμε καινούργιες λέξεις
εκεί που πρώτα κατοικούσαν οι σημαίες
Από την παρουσίαση του βιβλίου στο “Επί λέξει” (Αθήνα, 2.12.16)
Παρουσίασαν και διάβασαν ο εκδότης και ποιητής Βασίλης Ρούβαλης, ο λογοτέχνης-δημοσιογράφος Μήτσος Κασόλας, ο ποιητής -δρ. φιλολογίας Χρήστος Αντωνίου, ο ποιητής-φιλόλογος Ζαχαρίας Κατσακός και η ηθοποιός Χριστίνα Πάγκαλη.
Από την παρουσίαση του βιβλίου στο “Πολύκεντρο” Δήμου Ηρακλείου (20.12.16).
Παρουσίασαν και διάβασαν, ο ποιητής-φιλόλογος Ζαχαρίας Κατσακός, η εκπαιδευτικός Ελένη Νέστορα, η δημοσιογράφος Νέλη Κατσαμά και η δ/ντρια της ΕΡΑ Ηρακλείου Ρένα Παπαδάκη.
Διάβασαν… έγραψαν!
«Εμείς οι πυρίμαχοι εκδρομείς μιας σύντομης ζωής»
Το μικρό αυτό κριτικό σημείωμα διακρίνεται σε τρία μέρη:
Α’ Δεν είναι η πρώτη φορά που διαβάζω ποιήματα του Γιώργου Σταυρακάκη. Πριν από λίγα χρόνια έπεσε στα χέρια μου, με την έννοια του Τίτου Πατρίκιου ότι: «Σε βρίσκει η ποίηση», το προηγούμενο ποιητικό βιβλίο του: «Επέκεινα των ασμάτων», που αποτελεί μία συγκεντρωτική έκδοση. Είχα μάλιστα την ευκαιρία να το παρουσιάσω σε κάποια εκδήλωση. Θυμάμαι πως είχα τότε εντυπωσιαστεί πολύ από την ωριμότητα του λόγου του, τη στοχαστικότητά του, που σε υποχρεώνει να διαβάσεις και να ξαναδιαβάσεις τα ποιήματά του, από την πολύ πλούσια θεματολογία του, από τη λιτή ποιητική έκφραση στην οποία οι λέξεις που χρησιμοποιεί είναι, θα έλεγα για να εκφράσω την εντύπωσή μου, στρογγυλεμένα βότσαλα και οι στίχοι του δυνατοί σαν κίονες δωρικού ναού.
Τα ίδια ισχύουν και για την παρούσα συλλογή: «Το κουφάρι του Τζίτζικα», στην οποία ο ποιητής εμφανίζεται με περισσότερη μάλλον ωριμότητα, με μεγαλύτερη πείρα, με καταλαγιασμένα μέσα του τα γεγονότα της προσωπικής ζωής του, που τον έχουν οδηγήσει σε μια καβαφική θλίψη γεμάτη αξιοπρέπεια. Κι αν μέσα του βγαίνει ένας λυγμός, ποτέ δεν φαίνεται στους απέξω, δεν γίνεται τουλάχιστον «δάκρυ», όπως γράφει, γιατί τα δάκρυα μέσα σε μιαν α-συν-αίσθητη κοινωνία δεν οδηγούν σε μια λύτρωση, ο αριστοτελικός έλεος και ο φόβος δεν φτάνουν σε μια κάθαρση. Μας μεταδίδει όμως ο ποιητής τη συγκίνησή του και την αίσθησή του πως, ενώ είναι γεμάτος φως, είναι ένας φάρος που μας στέλνει το φως του, όμως μακρινός και εξόριστος. Πρόκειται δηλαδή για την μοναξιά των αληθινών ποιητών.
Η φωνή του είναι βαθιά ειλικρινής, με ποιητική, θα έλεγα, αυτοπεποίθηση που του έχει δώσει η μακροχρόνια ενασχόλησή του με την ποίηση, τη μουσική και γενικότερα με την τέχνη. Δεν κομπιάζει, δεν ακροβατεί ανάμεσα στα νοήματα και τις λέξεις. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχει διλήμματα. Απλά διατυπώνει με καθαρές λέξεις τις υπαρξιακές του αγωνίες, τις ανησυχίες του. Η θεματολογία του πολύ πλούσια. Κάθε ποίημα και διαφορετικό θέμα, αλλά όλα μαζί συνθέτουν την ποιητική θέαση του Σταυρακάκη. Τα ποιήματα αυτής της συλλογής δεν έχουν τίτλους κι αυτό μας δίνει το δικαίωμα να τη θεωρήσουμε ολόκληρη ως ένα ποίημα. Και πραγματικά αυτό πιστεύω: πρόκειται για ένα ποίημα που εκθέτει την ψυχή και το πνεύμα , την αισθητική του Γιώργου Σταυρακάκη.
Β’ Δεν θα παραθέσω, για οικονομία χώρου, αποσπάσματα ή ολόκληρα ποιήματα, όπως θα το ‘θελα. Θα αντιγράψω όμως μερικούς μόνο ξεχωριστούς στίχους που μου άρεσαν και δείχνουν την ποιητική ματιά του Σταυρακάκη και την ποιότητα του ποιητικού του λόγου.
—Γράφουμε (…) κάνοντας εφημερίες σε θαλάμους εντατικής.
—Κάτω απ’ τις μάσκες ένα μακρόσυρτο καρκινικό κείμενο.
—Απ’ την Ανδρομέδα στον Περσέα διαστρικοί μαντατοφόροι οι έρωτες
—θ’ ακονίζουν τα φτερά τους στον αέναο τροχό του πάθους.
—Έβαλε φωτιά στο δρόμο μας με το σπασμένο καθρεφτάκι της εφηβείας
—Εμείς οι πυρίμαχοι εκδρομείς μιας σύντομης ζωής
—Θορυβούν όπως οι μέλισσες ή σιωπούν όπως τα στάχια.
—Παλεύουν τ’ αγριεμένα κύματα του πάθους και των ερώτων.
—Κρύβονται στις ραγάδες και τους κιρσούς μιας εύθραυστης μνήμης.
—Να’ χεις ακονίσει καλά τα λόγια σου, έτσι που να λάμπουν και να σφάζουν μαζί.
—Παρελαύνει με τα μάτια χαμηλά(…)συγχρονισμένη σ’ εκείνο το μονοσήμαντο βήμα των μπρούτζινων αγαλμάτων.
—Όλη μας η διαδρομή μια λοξή ματιά.
Αυτή η λοξή ματιά (και της τέχνης άλλωστε) είναι ο Σταυρακάκης! Μη ξεχνάμε ότι ο Απόλλωνας λεγόταν και Λοξίας
Γ’. Πέρα από τα πολύ λίγα, που ήδη ειπώθηκαν παραπάνω για την ποιητική γλώσσα του Σταυρακάκη, θα ήθελα να προσθέσω ότι χρησιμοποιεί στα ποιήματά του όμορφες και σπάνιες λέξεις. Θα δώσω μερικά παραδείγματα λέξεων που έχουν φιλολογικό ενδιαφέρον.
Γράφει:
α) Κλείσαμε τις πληγές μ’ αλισάχνη και θάλασσα
Η λέξη λοιπόν αλισάχνη (αλς-ός+άχνη), λεπτή κρούστα αλατιού, που προκύπτει από την εξάτμιση αλατόνερων.
β) Στο μοναχικό μας ταξίδι τρέξαμε πίσω από την λυσίκομη όστρια.
Λυσίκομη (λύσι+κόμη),=αυτός που έχει τα μαλλιά του λυμένα, ξέπλεκα. Στο Άξιον Εστιν ο Ελύτης γράφει: Ψάρια που πετούν μέσα στην άπνοια, όστρακα, λυσίκομες κοπέλες.
γ) Αιωρούνται σώματα σε πελιδνές λεωφόρους.
Πελιδνός-ή-όν (αρχαίο πελιός-πελλός=κάτωχρος, κατάχλομος. Γράφει ο Αλέξ. Παπαδιαμάντης : Και μετά συνεχή πυρετόν επί τρεις ημέρας, εσηκώθη από την κλίνην πελιδνός, σκελετώδης, δυσκίνητος και μετά κόπου αναπνέων.
δ) Να σφαλίσεις την αυλόπορτα στην αμφιλύκη του έρωτα.
Αμφιλύκη (αμφί+λύκη=φως)= Το θαμπό φως την ώρα που ξημερώνε (λυκαυγές) ή την ώρα που νυχτώνει (λυκόφως). Ο Παπαδιαμάντης πάλι γράφει: Ο ήλιος είχε δύσει και ήτο αμφιλύκη φθινοπώρου μελαγχολική.
ε) Ποιος σαμάνος θα πάρει πίσω αυτή την αρρώστια;
Σαμάνος (Σαμανισμός)= Ιερέας, μάγος που θεραπεύει και εκτελεί θαύματα.
στ) Μ’ ένα μικρό φαναράκι στο χέρι μα δίχως δανάκη στα δόντια.
Δανάκη= αρχαίο περσικό νόμισμα. Το έβαζαν στα δόντια των νεκρών, για να τους αναγνωρίζει ο χάρος. Αλλά και στην Αρχαία Ελλάδα δανάκη ήταν χρυσό έλασμα από φύλλα ελιάς ή μυρτιάς και είχε την ίδια χρήση. Το έθεταν πιθανόν και ως κτέρισμα στους τάφους.
ζ) Καθώς θα ξετυλίγονται στο χρόνο οι επίδεσμοι, αυτά τα ματωμένα οθόνια απ’ τα μάτια
Οθόνια= νεκρικές ταινίες, επίδεσμοι, με τους οποίους οι Εβραίοι φάσκιωναν τους νεκρούς. Πρβλ στο Ευαγγέλιο: Και παρακύψας βλέπει τα οθόνια, ου μέντοι εισήλθε. (Ματθαίος, ΚΗ’, 11-15)
η) …οι γενέθλιες πόλεις ταξίδεψαν μέσ’ απ’ τα νάκλια των σκονισμένων καφενέδων.
Νάκλια= στην τουρκοκρητική διάλεκτο η λέξη σημαίνει την προφορική αφήγηση, την ανεκδοτολογική διήγηση, το παραμύθι. Η αφήγηση γινόταν με νέα ιστορία κάθε βράδυ στα λιμανιώτικα καφενεία της Κρήτης, με συνοδεία κρητικής λύρας και τραγουδιών.
Αυτά τα λίγα!
Χρ. Δ. Αντωνίου (Δρ. Φιλολογίας – Ποιητής)
Περιοδικό “Διάστιχο”