10+1 Ερωτήσεις στον Γιώργο Σταυρακάκη

Ο τραγουδοποιός, ποιητής και εικαστικός Γιώργος Σταυρακάκης συνομιλεί με τον Κωνσταντίνο Μανίκα, με αφορμή την έκθεση χειροποίητων καραβιών του και την κυκλοφορία του νέου δίσκου του “Άμπωτις”.


  • Είστε ένας έμπειρος τραγουδοποιός, ασχολείστε όμως και με την κατασκευή χειροποίητων καραβιών. Πείτε μας για το περιεχόμενο της σχετικής έκθεσής σας, αυτό το διάστημα.

Δεν ξέρω πώς να εισπράξω αυτό που εσείς λέτε εμπειρία. Εγώ καταλαβαίνω ότι κάθε φορά που γράφω ένα τραγούδι μένω το ίδιο αμήχανος όπως την πρώτη φορά. Δεν είμαι δηλαδή σίγουρος αν πρέπει να βγει προς τα έξω. Είναι κάτι που το αποφασίζω με μία χρονοκαθυστέρηση. Αλλά βλέπετε, αυτή η αμηχανία και εντέλει ο δισταγμός θα ταλαιπωρούν πάντα τους δημιουργούς. Καμιά φορά σκέφτομαι ότι είναι κι αυτό κομμάτι της όλης διαδικασίας. Το ίδιο συμβαίνει και με τα καραβάκια. Χρειάστηκα αρκετό χρόνο προκειμένου να αποφασίσω για την πρώτη μου έκθεση και αυτό προέκυψε μετά από πιέσεις, θα έλεγα, φίλων και γνωστών. Όπως και να ’χει το αποφάσισα. Και τώρα, έχω προχωρήσει σε μια δεύτερη ενότητα με τίτλο «Οι δράκοι της θάλασσας». Είναι καράβια που λες και έχουν ξεπηδήσει από έναν διαφορετικό κόσμο και πολιτισμό, που υπήρξε κάποτε και χάθηκε; Πρόκειται να υπάρξει; Δεν το ξέρω, μα ούτε θα το μάθω ποτέ. Θα μπορούσε, όπως έγραψε κάποιος κριτικός, να ανήκουν σ’ έναν μαγικό κινηματογραφικό κόσμο, σε μια ταινία του Τίμοθι Μπάρτον, μια ταινία αναζήτησης και εξερεύνησης αχαρτογράφητων ακτών.

  • Πώς προέκυψε αυτή η εικαστική ασχολία και πώς την βλέπετε να εξελίσσεται θεματικά στο μέλλον;

Όλα ξεκίνησαν από μια εκδρομή στα Μέθανα το 2007. Στον δρόμο για το ηφαίστειο. Εκεί βρήκα δύο κομμάτια ξύλα, πρέπει να ήταν από πάτο παλιού βαρελιού, τα έβαλα στο σακίδιο και ξεχάστηκαν στην αποθήκη για πολλά χρόνια. Δεν ξέρω γιατί κάποια στιγμή θυμήθηκα εκείνα τα ξύλα, και βάλθηκα να ψάχνω όλο το σπίτι για μέρες. Δεν ήταν εύκολο. Κάτι μέσα μου δούλευε ερήμην μου και με έσπρωχνε σ’ ένα νέο δημιουργικό τοπίο. Αυτό βέβαια το κατάλαβα αργότερα. Κάποτε τα ξύλα βρέθηκαν. Αυτό ήταν! Αφού τα έβαλα μπροστά μου σε κάποια απόσταση και τα κοίταγα για ώρα, κάποια στιγμή άρχισα να τοποθετώ επάνω τους τα πρώτα «σκουπίδια».

  • Ο τελευταίος σας δίσκος με τίτλο “Άμπωτις”, ασχολείται με μια σειρά σημαντικών κοινωνικών θεμάτων, όπως το μεταναστευτικό και το περιβάλλον. Λείπουν τα τραγούδια που εκφράζουν αγωνία για όσα μας απασχολούν;

Τα τελευταία χρόνια το τραγούδι έχει περάσει απ’ τους δημιουργούς σ’ ένα άλλο πεδίο με έντονο το στοιχείο της αυτοαναφορικότητας. Ίσως αυτό προκύπτει από το γεγονός πια ότι αναλαμβάνουμε στην ολοσχέρειά της μια παραγωγή και εντέλει την κυκλοφορία της. Έχουμε κατά κάποιο τρόπο παραδεχτεί ότι όλο το βάρος αυτής της διαδικασίας πρέπει να το σηκώνουμε εμείς οι ίδιοι. Μαθαίνουμε να δουλεύουμε μόνοι μας και αποδεχόμαστε αυτή την ιδιότυπη μοναξιά η οποία υποψιάζομαι ότι περνάει και στα τραγούδια μας. Αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό, γιατί ο δημιουργός πρέπει να ακούει αδιαπραγμάτευτα αυτό που πάλλεται μέσα του, όμως όποιες τελικά και αν είναι οι συνθήκες κάτω από τις οποίες δημιουργείς και παραγάγεις, δεν μπορείς να προσπερνάς θέματα και προβλήματα που απασχολούν τον κόσμο και την κοινωνία μας. Έχεις νομίζω χρέος να παίρνεις θέση μέσα από την Τέχνη σου γι’ αυτά που συμβαίνουν γύρω μας. Η «Άμπωτις» θα έλεγα ότι είναι τραγούδια που κινούνται σ’ αυτή την κατεύθυνση, αναδεικνύοντας και μαζί στηλιτεύοντας θέματα και προβλήματα του σημερινού κόσμου.

  • Ο στίχος προηγήθηκε της μελωδίας, το αντίστροφο ή υπάρχει κάποιο είδος διαρκούς συνεργασίας;

Είναι η μοναδική φορά, στην «Άμπωτις» εννοώ, όπου λειτούργησα εντελώς διαφορετικά και αυτό έγινε λόγω της συνεργασίας με τον Σταύρο Σταυρακάκη που έγραψε τις μουσικές. Εγώ έγραφα τους στίχους εδώ στην Αθήνα και εκείνος τους «έντυνε» μουσικά στο σπίτι του στο Ηράκλειο. Βλέπετε, ήμασταν και σε καραντίνα, δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς. Όμως για να επανέλθω στην ερώτησή σας, εγώ ως τραγουδοποιός λειτουργώ όπως είπα και στην αρχή εντελώς διαφορετικά. Γράφω στίχους και μουσική ταυτόχρονα. Έτσι ξεκίνησα τα πρώτα μου τραγούδια και έτσι συνεχίζω να γράφω. Μου φαντάζει πιο δύσκολο να «ντύσω» με μουσική στίχους που προϋπάρχουν. Δεν ξέρω, βλέπετε η συνήθεια… Μπορεί να το κάνω στο μέλλον, ποτέ δεν ξέρεις.

  • Θεωρείτε ότι σας ταιριάζει περισσότερο ένα μουσικό ύφος ή είστε δεκτικός σε διαφορετικές επιρροές;

Έχω ταυτιστεί με εκείνη τη σχολή τραγουδοποιίας που δίνει έμφαση στον στίχο, αφού το τραγούδι είναι ένα είδος μουσικής που αναδεικνύει τον λόγο ως κύριο συστατικό του. Δεν θα μπορούσε να είναι κι αλλιώς αφού και το ρήμα που προέρχεται από την αρχαιότητα «τραγωδώ» σημαίνει αφηγούμαι. Από την άλλη πλευρά, ζούμε σε μια χώρα που πατάει με το ένα πόδι στην Ανατολή και με το άλλο στην Δύση. Αυτή η γεωγραφία διαμορφώνει ένα μουσικό τοπίο με τεράστιο ενδιαφέρον και δημιουργεί ένα μπογάζι καταπληκτικών μουσικών ρευμάτων. Αυτό θες δε θες, δεν σε αφήνει αδιάφορο. Εγώ βέβαια έχω επιλέξει να «ντύνω» τα λόγια μου περισσότερο με δυτικές μουσικές φόρμες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν βρίσκει κάποιος στα τραγούδια και παραδοσιακά ή λαϊκά μοτίβα. Όχι συχνά, αλλά υπάρχουν. Νομίζω όμως ότι η δυτική σχολή τραγουδοποιίας είναι αυτή που ταιριάζει περισσότερο στο ύφος μου και στην αισθητική μου. Τραγουδοποιοί όπως ο Κόεν, ο Ντύλαν, ο Ντε Αντρέ, ο Ντάλα, ο δικός μας Σαββόπουλος και πολλοί άλλοι, είναι η δική μου μουσική οικογένεια. Ήθελα από πάντα -και εξακολουθώ να θέλω- στα τραγούδια μου, αν απομονώσεις την μουσική να στέκει το κείμενο από μόνο του. Όπως ένα ποίημα.

  • Τι ρόλο έχει πλέον η μουσική, στην ψηφιακή εποχή μας, όπου σχεδόν όλα κινούνται μέσω YouTube;

Η μουσική και ο σπουδαίος ρόλος που παίζει στη ζωή του ανθρώπου, ήταν, είναι και θα είναι πάντα το ίδιο σπουδαίος. Αυτό δεν γίνεται να αλλάξει. Αλλάζει η τεχνολογία, αλλάζουν τα κανάλια μέσα από τα οποία διοχετεύεται στους ανθρώπους, αλλά αυτό είναι μια φυσιολογική εξέλιξη γιατί ο κόσμος, τουλάχιστον σε αυτό το επίπεδο, προχωράει. Το πρόβλημα που υπάρχει και που έχει γιγαντωθεί τα τελευταία χρόνια έχει να κάνει με τα συμβατικά μέσα ενημέρωσης και ψυχαγωγίας και για το πώς αυτά αντιλαμβάνονται τον ρόλο τους. Αυτή η χυδαιότητα, με τις playlist και τα συγκεκριμένα πρόσωπα και ακούσματα στα οποία επιμένουν, έχει πάει το τραγούδι πολλά χρόνια πίσω και έχει φέρει τους νέους δημιουργούς σε αδιέξοδο. Είμαι σίγουρος πια ότι τα συμβατικά αυτά μέσα έχουν γίνει στην πλειοψηφία τους φερέφωνα των όποιων δισκογραφικών εταιρειών υπάρχουν ακόμα και των κάθε λογής μάνατζερς. Είναι εγκληματικό αυτό το οποίο κάνουν, γιατί όπως και να το κάνουμε, το ραδιόφωνο και η τηλεόραση όπως τα γνωρίσαμε, έχουν ακόμα τον κυρίαρχο ρόλο στην ενημέρωση μιας και το διαδίκτυο ναι μεν βοηθάει τους νέους καλλιτέχνες, αλλά παραμένει ακόμα στη χώρα μας σε νηπιακή μορφή.

  • Ποια είναι η γνώμη σας για τα μουσικά reality shows;

Πάνω απ’ όλα τα νούμερα της τηλεθέασης. Όλο και περισσότεροι άνθρωποι αποδέχονται και φυσικά υποκύπτουν αμαχητί στην δύναμη και τους όρους της όποιας βιομηχανίας. Τα νούμερα και τα «νούμερα». Στοιβάζουν ένα σωρό παιδιά στα τηλεοπτικά πλατό και ξεκινάει το «σφαγείο». Κι όλο αυτό για τα μηχανάκια της AGB. Δεν τους ενδιαφέρει ούτε η μουσική ούτε οι άνθρωποι. Όταν κλείσουν τα φώτα όλα τελειώνουν. Οι εργολάβοι των ΜΜΕ θα έχουν τα πακέτα της διαφήμισης, οι κριτές -Θεός να τους κάνει κριτές- τις παχυλές αμοιβές τους, και κάπου εκεί πέφτει και η αυλαία. Πρέπει κάποιος να πει σ’ αυτά τα παιδιά, ότι αυτή η ιστορία έχει κόπο, προϋποθέτει γνώσεις, μα πάνω απ’ όλα έρωτα. Δεν βγαίνεις έτσι απλά και ξαφνικά στη σκηνή, σε οποιαδήποτε σκηνή. Πρέπει να είσαι πάντα έτοιμος κάτι να πεις, κάτι να δώσεις, και στο τέλος, αν φυσικά το αντέχεις, κάτι να εισπράξεις. Να κάνεις συνέχεια «ταμείο». Γιατί αυτό το «ταμείο» είναι η μεγάλη ευθύνη και η τροφοδοσία για τη συνέχεια. Τίποτα δεν κατακτιέται χωρίς απώλειες. Αλλά αυτές οι απώλειες είναι που στο τέλος θα σε κρατήσουν όρθιο. Γιατί η όποια σκηνή, αυτό το σκαλί το λίγο πιο πάνω, προϋποθέτει και στάση ζωής διαφορετική. Μια αέναη και επίμονη προσπάθεια να υπερβείς τα όσα σε εγκλωβίζουν.

  • Έχετε εκδώσει αρκετές ποιητικές συλλογές. Αν έπρεπε να δώσετε έναν ορισμό στην ποίηση ποιος θα ήταν αυτός;

Είναι ακριβώς αυτό που λέτε. Η ποίηση δεν ορίζεται εύκολα. Είναι για μένα ίσως το σπουδαιότερο είδος λογοτεχνίας, γιατί με τον τρόπο της χτίζει φωταγωγημένους μικρόκοσμους που ξεκινούν κουβέντα για πολλά σπουδαία και ανύποπτα πράγματα.
Κουβέντα ωστόσο για εκείνους που καταλαβαίνουν ότι οι λέξεις δεν είναι απόλυτα αθώες, δεν είναι από μόνες τους ποιήματα. Εκείνοι που αντιλαμβάνονται ότι πρώτα απ’ όλα πρέπει να οικοδομήσουν μέσα τους καινούργιους κόσμους και μαζί να χτίσουν γειτονιές για να κατοικήσουν οι λέξεις, έτσι που η κάθε μια να έχει ανάγκη την άλλη και να μην μπορούν να ζήσουν χώρια. Μόνον έτσι οι λέξεις μπορούν να γίνουν ποιήματα. Η κάθε μετάθεση απ’ αυτό το περιβάλλον είναι και ένας ιδιότυπος θάνατος, το ίδιο θλιβερός όπως και ο θάνατος των ανθρώπων, ενώ στις γειτονιές της ποίησης οι λέξεις ζουν, αναπνέουν και λάμπουν για πάντα.

  • Τι είναι αυτό που σας έστρεψε προς την ποίηση και όχι προς την πεζογραφία;

Ίσως η μουσική και το τραγούδι, που προϋπήρχε μέσα μου. Δεν ξέρω. Από μικρό παιδί μου άρεσε να διαβάζω ποίηση. Ήταν και ο πατέρας μου βλέπετε που με ταρακούνησε. Ξεκίνησα με τους Γάλλους Ρομαντικούς ποιητές, Βερλέν, Μαλαρμέ, Ρεμπώ, Μπωντλαίρ, στη συνέχεια ανακάλυψα τον Πόε και μετά σιγά σιγά όλους τους Έλληνες σπουδαίους ποιητές. Ενδεχομένως τους σπουδαιότερους. Νομίζω ότι στον πεζό λόγο θα έχανα την μουσική υπόκρουση που ούτως ή άλλως με συνοδεύει στην καθημερινότητά μου.

  • Ένας μήνας “καραντίνα”. Ποια είναι τα πέντε βιβλία και οι πέντε δίσκοι που θα διαλέγατε να σας συντροφεύσουν;

«Ελπήνωρ» του Βίλλυ Σύρκλουντ, «Και δεν είπε λέξη» του Χάινριχ Μπελ (ίσως το ωραιότερο ερωτικό μυθιστόρημα που έχω διαβάσει), «Αόρατες πόλεις» του Ίταλο Καλβίνο, «Ο λύκος της στέπας» του Χέρμαν Έσσε, «Ο ξένος» του Αλμπέρ Καμύ και όσον αφορά τους δίσκους, «Οδός Ονείρων» του Μάνου Χατζιδάκι, «Λιποτάκτες» του Μίκη Θεοδωράκη, «Ρεζέρβα» του Διονύση Σαββόπουλου, οποιονδήποτε δίσκο του Λέοναρντ Κόεν θα έβρισκα μπροστά μου, α….. και τον «Άγιο Φεβρουάριο» του Δήμου Μούτση.

  • Διαλέγετε παρέα για ολιγοήμερη απόδραση. Ποιους καλλιτέχνες, ανεξαρτήτως ιστορικής περιόδου δράσης, θα συμπεριλαμβάνατε;

Σκέφτομαι, θα ήταν μεγάλη παρέα! Ωραία, ας αρχίσουμε λοιπόν. Τον Λέοναρντ Κόεν, τον Βασίλη Λογοθετίδη, τον Βαν Γκονγκ, τον Θανάση Βέγγο (κι ας με άγχωνε, χαλάλι του), την Έντιθ Πιαφ, τον Βασίλη Χατζηπαναγή (ο οποίος βέβαια υπήρξε ποδοσφαιριστής, αλλά στην ουσία ήταν μεγάλος χορευτής και ζωγράφος), την Αρλέτα, την Φρίντα Κάλο, τον Θεόφιλο, τον Τσαρούχη, την Σαπφώ Νοταρά και…. και…. και…. Δεν θα μας χώραγε το εκδρομικό!

Κωνσταντίνος Μανίκας (“Culture Point” 22.12.21)
Photo: John D. Carnessiotis