Την έκτη προσωπική του δουλειά με τίτλο «Unplugged» συστήνει στο κοινό ο Γιώργος Σταυρακάκης. Για άλλη μια φορά ο τραγουδοποιός καταθέτει τραγούδια υψηλής αισθητικής και χαμηλών τόνων, στοιχεία που τον χαρακτηρίζουν σ’ αυτή την δεκαεξάχρονη πορεία του στην ελληνική δισκογραφία.
Το «Unplugged» που ηχογραφήθηκε εξ ολοκλήρου στο εξωτερικό σε παραγωγή του Ελβετού τραγουδοποιού και συνθέτη Marco Zappa, έρχεται να επιβεβαιώσει για άλλη μια φορά τις δημιουργικές συναντήσεις του μουσικού με τον ποιητή Γιώργο Σταυρακάκη, μόνο που εδώ οι μουσικές και τα λόγια ψιθυρίζουν στοχαστικά όλα εκείνα που ίσως και να θέλαμε να κραυγάσουμε. Ο δίσκος κυκλοφορεί από τον Mετρονόμο.
«Όσοι υπερασπιζόμαστε την τραγουδοποιία ως ένα είδος Τέχνης, δεν μπορούμε να κάνουμε εκπτώσεις αλλά ούτε και παραχωρήσεις προκειμένου να γίνουμε ρηχοί και εύπεπτοι. Όποιος σέβεται τον εαυτό του και την Τέχνη του δεν βουτάει στα σκατά ούτε συζητά με λογιστές και μπακάληδες. Καλύτερα να κάτσει σπίτι του, μακριά από αυτή την αθλιότητα», τονίζει ο κ. Σταυρακάκης, σε συνέντευξή του στην «Π».
- Μιλήστε μας για τη νέα σας δουλειά, που αποτελεί ακόμα μία συνεργασία με τον Marco Zappa.
Μου είναι δύσκολο, και αυτό συμβαίνει συχνά, να μιλάω για τα τραγούδια μου. Πόσο μάλλον για το περιβάλλον μέσα στο οποίο κινούνται ή για τους λόγους που γράφτηκαν. Είναι ίσως το πιο δύσκολο κομμάτι αυτής της ιστορίας και αισθάνομαι αμήχανα όταν πρέπει να δώσω κάποια απάντηση. Εν πάση περιπτώσει εκείνο που θα ήθελα οπωσδήποτε να πω είναι ότι τα τραγούδια δεν πρέπει να απομυθοποιούνται. Πρέπει να παραμένουν ένα άγνωστο και μυστηριώδες τοπίο ούτως ώστε ο ακροατής να μπορεί να εντάξει με τη σειρά του και τον εαυτό του μέσα σε αυτά. Αυτό που λέμε: να το κάνει δικό του. Να έχει την αίσθηση ότι γράφτηκε για εκείνον. Άλλωστε αυτή είναι και η δύναμη του τραγουδιού. Παρόλα αυτά μπορώ να σας πω ότι στο «Unplugged» προσπάθησα, τουλάχιστον στιχουργικά, να μιλήσω για πράγματα που αφορούν όλους μας, ανασύροντας απ’ την μνήμη μου πρόσωπα και εικόνες που για κάποιο λόγο είχαν ακινητήσει. Σκεφτόμουν ότι όλη αυτή η θλίψη και οργή που μας διακατέχει γι’ αυτό που συμβαίνει στην κοινωνία ενδεχομένως να θέλει και μια άλλη ανάγνωση. Μια ενδοσκόπηση που θα μας επιτρέψει να δούμε καθαρά τι μας συνέβη και για ποιο λόγο. Στην κατακλείδα θα έλεγα ότι είναι πολιτικά τραγούδια. Να πω εδώ δυο λόγια και για τον παραγωγό μου και φίλο Marco Zappa, ότι είναι η τρίτη δουλειά που συνεργαζόμαστε και τον ευχαριστώ γι’ αυτό. Άλλωστε είναι βέβαιο ότι αν δεν είχε πάρει στην πλάτη του αυτές τις παραγωγές ίσως τα τελευταία χρόνια να μην είχα δισκογραφία.
- Γιατί το λέτε αυτό;
Γιατί η δισκογραφία, όπως τουλάχιστον την ξέραμε, έχει τελειώσει. Κανείς δεν είναι πια διατεθειμένος να βάλει χρήματα για παραγωγές όπως η δική μου, αλλά και πολλών άλλων συναδέλφων. Είναι κάτι που δεν τους αφορά, γιατί αντιμετωπίζουν το τραγούδι ως ένα είδος αναλώσιμο και βέβαια εμπορεύσιμο. Όσοι υπερασπιζόμαστε την τραγουδοποιία ως ένα είδος Τέχνης, δεν μπορούμε να κάνουμε εκπτώσεις αλλά ούτε και παραχωρήσεις προκειμένου να γίνουμε ρηχοί και εύπεπτοι. Όποιος σέβεται τον εαυτό του και την Τέχνη του δεν βουτάει στα σκατά ούτε συζητά με λογιστές και μπακάληδες. Καλύτερα να κάτσει σπίτι του, μακριά από αυτή την αθλιότητα.
- Έχετε στα πλάνα σας κάποια παρουσίαση ή μία εμφάνιση στο Ηράκλειο;
Με φέρνετε σε δύσκολη θέση, αλλά πρέπει να ομολογήσω ότι όσες φορές τα τελευταία χρόνια θέλησα να παρουσιάσω δουλειές μου, απογοητεύτηκα. Και είναι πολλές αυτές οι απογοητεύσεις. Πάντα βρίσκονταν κάποιοι φίλοι που με τον τρόπο τους με έπειθαν ότι έπρεπε να το κάνω, αλλά φτου κι απ’ την αρχή. Μια απ’ τα ίδια. Εντάξει, δεν είμαι θυμωμένος ούτε αισθάνομαι σαν απατημένος εραστής, απλώς είναι μια στενοχώρια που με τα χρόνια ήρθε κι έγινε διαγραφή. Για να περνάω εγώ καλά και η πόλη καλύτερα. Δεν ξέρω πώς ακούγεται αυτό, αλλά θέλω να είμαι έντιμος απέναντι στα συναισθήματά μου. Αγαπώ το Ηράκλειο και νομίζω ότι έχω κάνει τις παρεμβάσεις μου και ως δημότης και ως δημιουργός, ωστόσο, θέλω να διατηρήσω αυτή την απόσταση που υπάρχει τελευταία. Νομίζω ότι με αυτά τα λίγα, έχετε την απάντηση.
- Έχοντας πραγματοποιήσει τα πρώτα σας βήματα στην Κρήτη αλλά και στηρίξει τη μουσική σκηνή του Ηρακλείου, ποια θεωρείτε πως είναι σήμερα η εικόνα της πόλης όσον αφορά τους μουσικούς της;
Όπως θα καταλάβατε, τα τελευταία χρόνια δεν είχα και δεν έχω τη δυνατότητα να παρακολουθώ από κοντά τα δρώμενα στην πόλη. Ωστόσο, ως μουσικός, έχω μια στοιχειώδη πληροφόρηση. Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω τι γίνεται με τις μουσικές σκηνές ή με άλλους χώρους που φιλοξενούν μουσικές παραστάσεις. Θέλω να πιστεύω ότι υπάρχουν, όπως άλλωστε υπάρχουν λίγο ή πολύ σε όλες τις πόλεις. Δεν ξέρω βέβαια σε τι επίπεδο οργάνωσης λειτουργούν, αλλά όπως και να ’χει οι μουσικοί πάντα έβρισκαν και θα βρίσκουν κάποιους χώρους προκειμένου να εκφραστούν. Μπορώ όμως να σας πω με σιγουριά ότι το Ηράκλειο πάντα είχε σπουδαίους μουσικούς και δημιουργούς, που δυστυχώς όμως πολλοί από αυτούς κατέθεσαν νωρίς τα όπλα γιατί δεν έβρισκαν εκείνες τις συνθήκες που ήθελαν για να προχωρήσουν τη μουσική τους. Μιλώ για ανθρώπους που προσπάθησαν να υπηρετήσουν, να δοκιμάσουν και να ακολουθήσουν διαφορετικά μουσικά ρεύματα και όχι για εκείνους που αρκούντο στο να είναι διασκεδαστές. Βέβαια, από την άλλη πλευρά, οι άνθρωποι έπρεπε και πρέπει να μπορούν να ζουν από τη δουλειά τους. Βλέπετε, αυτά είναι τα δύσκολα. Κάποια στιγμή πρέπει ν’ αποφασίζεις με ποιους θα πας και ποιους θ’ αφήσεις.
- Θα μπορούσε ένα νέο άτομο που θέλει να ασχοληθεί με τη μουσική να παραμείνει εντός Κρήτης;
Εξαρτάται τι θέλει κανείς. Πώς αντιλαμβάνεται τη μουσική και τι ακριβώς θέλει να υπηρετήσει. Το υγιές είναι να κάνεις αυτό που ονειρεύεσαι και ταυτόχρονα να μένεις στον τόπο σου, με την οικογένειά σου, με τους φίλους σου, και να χαίρεσαι αυτό που κάνεις. Σε πολλές περιπτώσεις αυτό δεν είναι εφικτό, γι’ αυτό είπα και πριν ότι εξαρτάται από το τι θέλει κανείς. Φυσικά και υπάρχουν δυσκολίες στην περιφέρεια και πόσο μάλλον σε μια χώρα που ένα μεγάλο μέρος της είναι διάσπαρτο στη θάλασσα, με όλα εκείνα τα προβλήματα που δημιουργούν οι συγκοινωνίες, αλλά και σε μια χώρα που πολλές δεκαετίες τώρα λειτουργούσε και λειτουργεί με τη λογική του συγκεντρωτισμού. Αυτό που έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια το τοπίο, είναι το διαδίκτυο. Πολλοί νέοι μουσικοί αντλούν τάχιστα τις πληροφορίες που θέλουν, αλλά και αναρτούν απ’ όπου κι αν βρίσκονται τις δημιουργίες τους, επικοινωνώντας τη δουλειά τους σε όλο τον κόσμο. Όπως καταλαβαίνετε πρόκειται για ένα πολύτιμο εργαλείο που έχει τη δυνατότητα να πάει το δημιούργημά σου σε όλο τον πλανήτη. Δεν είναι λίγο πράγμα αυτό. Πάρα πολλοί μουσικοί έχουν επενδύσει στη σύγχρονη τεχνολογία διεκπεραιώνοντας ένα μεγάλο μέρος μιας μουσικής παραγωγής -αν όχι όλη- στο σπίτι τους. Αυτό έχει περιορίσει σε μεγάλο βαθμό τα έξοδα μιας παραγωγής. Βέβαια υπάρχουν ακόμα κάποια προβλήματα, π.χ. στη διάθεση ή στο promotion του «προϊόντος», αλλά είπαμε, υπάρχει και το διαδίκτυο. Είναι λοιπόν προσωπική απόφαση η παραμονή ή όχι στην περιφέρεια, μιας και σου δίνεται η δυνατότητα να χρησιμοποιήσεις όλα εκείνα τα μέσα που ανέφερα πριν. Και απ’ ό,τι είμαι σε θέση να γνωρίζω, πάρα πολλοί μουσικοί πια ζουν και δημιουργούν στις πόλεις τους. Έρχονται στην Αθήνα μονάχα όταν θέλουν να παρουσιάσουν «ζωντανά» τη δουλειά τους σ’ ένα μεγαλύτερο ακροατήριο.
- Στο βιογραφικό σας έχετε συνεργασίες με άτομα που έφυγαν νωρίς, Μ. Λοϊζο, Μ. Ρασούλη και Μ. Ξυδούς, τι κρατάτε στη μνήμη σας από αυτά τα πρόσωπα;
Με πάτε πολλά χρόνια πίσω, στην εφηβεία μου. Τότε που με δειλά βήματα ξεκινούσα την πορεία μου στο τραγούδι. Θυμάμαι με νοσταλγία εκείνη την εποχή. Όλα ήτα διαφορετικά. Ήταν μια διαφορετική Ελλάδα που προσπαθούσε να βρει τον βηματισμό της στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης. Τότε γνώρισα και τον Μάνο Ξυδούς, που έμελε μετά από είκοσι χρόνια να είναι και ο παραγωγός του πρώτου μου δίσκου. Θυμάμαι, το 1980, συναντήθηκα για πρώτη φορά με τον Μάνο Λοΐζο και τον Μανόλη Ρασούλη. Είναι μια μεγάλη ιστορία, αλλά βρεθήκαμε κάποια στιγμή μαζί με άλλα παιδιά από το Ηράκλειο, στο ίδιο πατάρι, να τραγουδάμε και μάλιστα ανέκδοτα τραγούδια των δύο αυτών μεγάλων του ελληνικού τραγουδιού. Εκεί τραγούδησα για πρώτη φορά τη «Ρωγμή του χρόνου» του Μανόλη Ρασούλη, που αργότερα δισκογράφησε ο Παπάζογλου, όπως και την «Μπαλάντα της νοικοκυράς» που είπε τρία χρόνια μετά η Γαλάνη. Επίσης θυμάμαι τον Μάνο τον Λοΐζο με την κιθάρα του, για πρώτη φορά μπροστά σε κοινό, να τραγουδάει το «Τίποτα δεν πάει χαμένο». Ένα χρόνο μετά κυκλοφόρησε στα «Τραγούδια της Χαρούλας». Κι όλα αυτά σ’ ένα υπόγειο στην οδό Βύρωνος, δίπλα στην πλατεία του Αγ. Δημητρίου, με τον αγγλόφωνο κύριο του επάνω διαμερίσματος να ωρύεται για την φασαρία, χτυπώντας με σκουπόξυλα το πάτωμά του ή ειδοποιώντας την αστυνομία γιατί δεν τον αφήναμε να κοιμηθεί. Αργότερα, το καλοκαίρι του ’81 μετακομίσαμε σε κήπο, στην περιοχή του Μουσείου, όπου εκεί κάποιοι κύριοι με πιτζάμες απ’ τα γύρω μπαλκόνια, ξενυχτούσαν μαζί μας και μας πετούσαν οργισμένοι λεμόνια. Κάποτε πέταξαν κι έναν τενεκέ με ασβέστη, με τους θαμώνες έντρομους να ψάχνουν την έξοδο. Αλλά εμείς επιμέναμε. Το αντέξαμε κι αυτό, ρισκάροντας τη σωματική μας ακεραιότητα. Ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί το τραγούδι και η μουσική έπρεπε να μετατρέπεται σ’ αυτόν τον ιδιότυπο πόλεμο. Αλλά για να ξαναγυρίσω στο σήμερα, σκέφτομαι ότι όλοι αυτοί οι σπουδαίοι άνθρωποι που έφυγαν νωρίς από τη ζωή, ήταν και παραμένουν με το έργο τους, ένα πολύ μεγάλο κεφάλαιο για το ελληνικό τραγούδι. Είμαι πολύ ευτυχισμένος που συναντήθηκα μαζί τους και μάλιστα διπλά, αφού βρεθήκαμε στο ίδιο μουσικό πατάρι.
- Πού σας βρίσκει ο χειμώνας; Ποια είναι τα σχέδιά σας;
Ξέρετε, κάθε φορά που βγαίνει ένας δίσκος λογικά πρέπει να ακολουθήσουν κάποιες παρουσιάσεις και κάποιες ζωντανές εμφανίσεις προκειμένου να επικοινωνήσεις τα τραγούδια σου. Αυτό κάνω κι εγώ αλλά όχι με τον ίδιο ζήλο που το κάνουν άλλοι συνάδελφοι. Είμαι της λογικής ότι ένας περιορισμένος αριθμός εμφανίσεων είναι αρκετός. Άλλωστε, δεν θεωρώ τον εαυτό μου διασκεδαστή και να σας πω επίσης, ότι με κουράζει αφάνταστα αυτή η ιστορία με τα μικρόφωνα, τα καλώδια, τις πρόβες, και που δεν ξέρεις στο φινάλε αν θα βρεις και τον χώρο όπου όλα αυτά θα μπορούσαν να λειτουργήσουν. Πολλές φορές απογοητεύεσαι γιατί δεν υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες να παρουσιάσεις τη δουλειά σου. Άσε που τα τελευταία χρόνια κοιμάμαι και νωρίς… Πού ακούστηκε να ξεκινάνε προγράμματα στις δώδεκα τα μεσάνυχτα και να γυρνάνε οι άνθρωποι στα σπίτια τους χαράματα. Εντάξει, θα κάνω κάποιες λίγες εμφανίσεις το χειμώνα και παράλληλα προσπαθούμε να οργανώσουμε κάποιες συναυλίες στο εξωτερικό, όπου εκεί κάποιοι καλοί άνθρωποι μας παρέχουν όλα εκείνα που χρειαζόμαστε προκειμένου να χαιρόμαστε αυτό που κάνουμε.
Κατερίνα Μυλωνά (εφημερίδα “Πατρίς” 9.11.13)