Γράφω όταν έχω κάτι να πω και επίσης τραγουδάω πια μόνο όταν το έχω ανάγκη. Δε θεωρώ τον εαυτό μου διασκεδαστή
…, δηλώνει ο γνωστός Κρητικός καλλιτέχνης Γιώργος Σταυρακάκης, ο οποίος ξεδιπλώνει τη μουσική του διαδρομή, με επτά δίσκους και επτά ποιητικές συλλογές, τις εμπνεύσεις και τα σχέδιά του μέσω της “νέας Κρήτης”. Σε μια συνέντευξη με αφορμή την κυκλοφορία της νέας του μουσικής δουλειάς, με τίτλο “Στην αυλή των μπουφόνων” από τις εκδόσεις “Μετρονόμος”, ομολογεί ότι “όλη αυτή η ιστορία είναι μια πολύ σοβαρή υπόθεση, που ξεκινάει από πολύ παλιά και που σκοπό είχε και έχει την ανέναη συνομιλία με τον εαυτό μου και τις αναζητήσεις μου”.
Ο Γιώργος Σταυρακάκης τονίζει ότι “η μουσική και η ποίηση είναι το πεδίο που γίνονται αυτές οι συνευρέσεις. Είμαι ευτυχισμένος όταν νιώθω ότι από τις χαραμάδες που αφήνουν οι λέξεις και οι νότες περνάνε κι άλλοι άνθρωποι. Υπάρχει μια αόρατη μεσολάβηση στο έργο του δημιουργού από ανυποψίαστους επισκέπτες”.
- Η νέα δουλειά προέκυψε μέσα από μια παλιά φιλία που ξαναφούντωσε 25 χρόνια μετά, έχοντας ένα νοσταλγικό τόνο. Ίσως και μελαγχολικό μια που ηχογραφήθηκε υπό τους ήχους της βροχής ενός χειμωνιάτικου Ηρακλείου;
Το ‘χα πάντα κατά νου. Να ηχογραφήσω ένα δίσκο με παλιούς μου φίλους και συνεργάτες στο Ηράκλειο. Ήταν δύσκολη υπόθεση γιατί αυτές οι συναντήσεις μετά από πολλά χρόνια εγκυμονούν κινδύνους. Οι άνθρωποι αλλάζουν στην πορεία του χρόνου. Ενδεχομένως να μην έχουν την ίδια διάθεση και φυσικά ούτε τις ίδιες αντοχές. Ήταν και στενά τα περιθώρια. Είχαμε λίγες μέρες στη διάθεσή μας, αλλά το ζητούμενο για ‘μένα ήταν τελικά αυτή η συνάντηση. Μια συνάντηση που τελικά έγινε. Όχι με όλους όπως θα ‘θελα, αλλά εν πάση περιπτώσει με αρκετούς από εκείνη τη μουσική παρέα. Η παραγωγή όπως είπα και πριν είχε κάποια προβλήματα, αλλά τέλος καλό, όλα καλά. Η αλήθεια είναι ότι δεν περίμενα να γραφτούν τόσο καλές κριτικές γι’ αυτή τη δουλειά. Είμαι πολύ χαρούμενος που ξαναέπαιξα με τους φίλους μου, ελπίζω κι εκείνοι να το φχαριστήθηκαν και να ξαναβρεθούμε κάτω από ηλιόλουστες μέρες την επόμενη φορά
- Τι σημαίνει για τον Γιώργο Σταυρακάκη η Κρήτη; Οι άνθρωποί της, τα ακούσματά της, οι ήχοι της…
Γενέθλια γη. Οι πρώτες μυρωδιές, τα πρώτα ακούσματα, η ντοπιολαλιά και οι πρώτες δυνατές και ανεξίτηλες στη μνήμη μου εικόνες. Δέος και γαλήνη μαζί. Τι να πω για την Κρήτη. Κάθε φορά που επιστρέφω ανακαλύπτω καινούργιες πτυχές αυτού του εκπληκτικού τοπίου. Συμβαίνει κάτι παράξενο εδώ. Λες και όλα ξεφύτρωσαν ταυτόχρονα, μαζί και οι άνθρωποι. Το ένα έρχεται και συμπληρώνει το άλλο σ’ αυτόν τον πολύχρωμο καμβά της φύσης. Τυχερός όποιος ζει σ’ αυτό το νησί. Ένας τόπος ευλογημένος και φιλόξενος, που όποιος τον επισκέπτεται, πάντα επιστρέφει.
- Η μουσική είναι ποίηση; Ή η ποίηση μουσική; Ή μήπως το ένα απλά φλερτάρει με το άλλο σε μια σχέση που ζητάει τον προσδιορισμό της;
Νομίζω είναι δύο πράγματα διαφορετικά, που ωστόσο κάπου συναντώνται. Οι αφετηρίες είναι εντελώς διαφορετικές, όμως ο προορισμός ίδιος. Γνωρίζω πολύ καλά ότι το τραγούδι έχει μια αμεσότητα, είναι το είδος μουσικής που γοητεύει τους περισσότερους ανθρώπους γιατί εμπεριέχει το λόγο. Αλλά ποιο λόγο, το λόγο που είναι ακαριαίος, κεραυνοβόλος. Η ποίηση απ’ την άλλη ενδεχομένως να θέλει πολλαπλές αναγνώσεις, όχι τόσο γιατί πρόκειται για ένα δύσκολο είδος λογοτεχνίας αλλά γιατί οι σκέψεις και οι λέξεις δεν είναι αθώες. Έχουν πολλαπλές ερμηνείες και επίσης βεβαρημένο ανθρώπινο ιστορικό. Είναι υλικά που μπορούν να οικοδομήσουν ονειρικές γειτονιές, αλλά ταυτόχρονα να κατεδαφίσουν το πιο απλό καθημερινό όνειρο. Είναι πρόστυχο πράγμα η ποίηση, από τη μία σε παίρνει από το χέρι για να σε οδηγήσει στο κρεβάτι του έρωτα κι απ’ την άλλη ανοίγει τα σκέλια της σαν πόρνη αδιαφορώντας για τα αγκομαχητά του πελάτη. Έτσι γράφεις, πρόκειται για ένα αθώο, αλλά ταυτόχρονα πληρωμένο έρωτα.
- Και κάπου στη μέση τα καράβια. Ένα καινούριο ταξίδι μέσα από το καινούριο σου χόμπι. Το οποίο από ποια λιμάνια θα περάσει; Και πού θα καταλήξει;
Τελικά, καλά μου το είχε πει κάποιος φίλος. «Όχι Γιώργο, δεν φαίνεται να είναι πάρεργο». Νομίζω ότι οτιδήποτε κάνω είναι μια μεταγραφή της ποιητικής μου σε άλλα επίπεδα. Ακόμη και στην καθημερινότητά μου θα μπορούσε κανείς να βρει αυτή τη διάθεση. Όχι, τελικά δεν είναι χόμπι. Βρίσκομαι σε μια διαφορετική φάση ζωής που με θέλει «ναυπηγό» και «καραβοκύρη» μαζί. Πάντα όμως στρατευμένο στην ίδια λογική. Αυτή, της ατέρμονης συνομιλίας με τον εαυτό μου, όπως έλεγα και πριν. Όταν ήρθαν τα πρώτα καράβια δεν μου πέρασε καθόλου απ’ το μυαλό ότι θα εξελισσόταν το πράγμα σε μια εικαστική δραστηριότητα. Μετά όμως από προτροπές φίλων και γνωστών, ενέδωσα στο να κάνω την πρώτη μου έκθεση. Αυτό ήταν. Μπήκα σε μια διαδικασία που δεν μπορείς να φανταστείς. Έκανα το σπίτι καρνάγιο. Η γυναίκα μου έτρεχε πανικόβλητη από ‘δω κι από κει μη μπορώντας να συμμαζέψει όλο αυτό το χάος που είχα καταφέρει να δημιουργήσω. Αυτό στην αρχή. Μετά αποδέχτηκε το γεγονός ότι πάει…. και τέλος. Ε, βέβαια, κάποια στιγμή έψαξα για εργαστήριο, εξοπλίστηκα και έγινα ένας σοβαρός και συνεπής μάστορας. Μ’ αυτά και μ’ εκείνα καθυστέρησε σημαντικά ο τελευταίος μου δίσκος γιατί έπρεπε να προλάβω ημερομηνίες και χρόνους. Δεν ξέρω τελικά τι γίνεται μ’ όλο αυτό το παιχνίδι. Αν θα βρει λιμάνι να δέσει ή θα ταξιδεύει συνεχώς σε ατέλειωτες θάλασσες.
- Μάνος Λοΐζος, Μανώλης Ρασούλης, Marco Zappa και τώρα Leonard Cohen. Ποιο το αποτύπωμα όλων αυτών στην καλλιτεχνική σου διαδρομή;
Πέρασαν με διαφορετικούς τρόπους απ’ τη ζωή μου και άφησαν ένα ανεξίτηλο αποτύπωμα. Επηρέασαν τη στάση μου απέναντι στα πράγματα, και όχι τόσο στη μουσική μου, θα έλεγα επίσης ότι στα δύσκολα χρόνια της κρίσης και της δισκογραφίας αν δεν ήταν ο παραγωγός μου Marco Zappa, μάλλον δεν θα υπήρχε η δυνατότητα να ηχογραφηθούν οι τρεις προηγούμενοι δίσκοι. Έγιναν όλα στο εξωτερικό. Στάθηκα πολύ τυχερός που γνώρισα αυτόν τον υπέροχο άνθρωπο και μουσικό. Δυστυχώς ο Μάνος Λοΐζος και ο Μανώλης Ρασούλης μας άφησαν νωρίς. Είχαν ακόμη να μας δώσουν πολλά. Αχτύπητο δίδυμο που άφησε πίσω του εκπληκτικά τραγούδια. Μεγάλες απώλειες για το ελληνικό τραγούδι. Όσο για τον Leonard Cohen, που και αυτός μας άφησε πριν δύο χρόνια, τι να πω… Στεναχωρήθηκα πολύ που δεν πήρε εκείνος το νόμπελ λογοτεχνίας. Αν κάποιος το άξιζε πραγματικά, ήταν αυτός. Ο μέγιστος όλων!
- Οι τίτλοι των δίσκων και των ποιητικών συλλογών σου έχουν κάτι από παραμύθι, από νοσταλγία, από καλοκαίρι. Τι είναι εκείνο που σε εμπνέει; Πώς μια ιδέα παίρνει σάρκα και οστά;
Η παρατηρητικότητα πάνω στα πιο απίθανα πράγματα. Οι φευγαλέες ματιές, οι μικρές καθημερινές συνήθειες, τα κρυμμένα μέσα μας θέλω, ακόμα και οι προσωπικές χαρές και απογοητεύσεις είναι λόγοι και αφορμές για να γραφτεί ένα τραγούδι. Δεν είναι τόσο το θέμα, αλλά ο τρόπος που το προσεγγίζεις. Πόσα τραγούδια δεν έχουν γραφτεί για τον έρωτα, τη θάλασσα, το καλοκαίρι, το φεγγάρι και τ’ αστέρια, ακόμη και για τον πόλεμο και την ειρήνη. Σ’ όλες τις γλώσσες του κόσμου έχουν γραφτεί και έχουν τραγουδηθεί αυτά τα θέματα. Όμως ο κάθε τραγουδοποιός έχει τη δική του μοναδική προσέγγιση που κάνει ένα τραγούδι ιδιαίτερο. Για μένα είναι και θέμα αισθητικής. Όσον αφορά τους τίτλους των δίσκων και των ποιητικών συλλογών, μην ξεχνάμε ότι και ο τίτλος από μόνος του μπορεί να είναι ένα μικρό ποίημα. Είναι πολύ σημαντικό κάτω από ποιον τίτλο θα στεγαστούν τα τραγούδια ή τα ποιήματα.
- Και το μέλλον; Αν το έβλεπες μέσα από μια κρυστάλλινη σφαίρα τι αντανάκλαση θα έβλεπες πάνω της; Αν ήταν νότα τι ήχο θα του προσέδιδες και αν ποίημα ποια εικόνα θα το περιέγραφε;
Δεν τα πάω καλά με τα μεταφυσικά. Θ’ άφηνα τις κρυστάλλινες σφαίρες σε γριές μάγισσες και θα ‘ριχνα μια ματιά γύρω μου, δίπλα μου, για να διαπιστώσω για μια ακόμη φορά ότι τα πράγματα όπως εξελίσσονται δεν έχουν καμία σχέση με αυτό που πολλοί από μας ονειρευτήκαμε. Ζούμε σ’ ένα κόσμο που συνεχώς μεταβάλλεται και που πυρήνας του δεν είναι δυστυχώς ο άνθρωπος και οι πραγματικές του ανάγκες. Το ζήσαμε στο πετσί μας και το ζούμε καθημερινά. Δεν ξέρουμε πόσα χρόνια θα μας πάρει αυτή η ιστορία, πόσες γενιές θα καταπιεί και πότε η χώρα θα έρθει σε φυσιολογική πορεία. Τι να πω λοιπόν για το μέλλον; Ευτυχώς που πολλές φορές αυτές τις σκέψεις έρχεται η Τέχνη να τις διώξει βάζοντας στη θέση τους όμορφα και αληθινά πράγματα.
Σ. Μουντουφάρης (εφημερίδα “Νέα Κρήτη” 18.7.19)