Εκδόσεις: Λύχνος (2004)
Ένας μικροαπατεώνας μέσα μου
παίζει κορώνα γράμματα
τούτη την καλοβαλμένη ζωή
αλλάζει κλειδαριές
έπιπλα
δέρμα
Θέατρο “Ανάδυση” βραδιές μουσικής & ποίησης (Αθήνα, Νοέμβριος 2014).
Διαβάζουν οι ηθοποιοί Χριστίνα Πάγκαλη και Νίκος Ντάλας.
Από την παρουσίαση του βιβλίου στα Μέθανα. Ξενώνας “Αρσινόη” (14.8.2005).
Παρουσίασε ο Δημήτρης Πάλλης και διάβασαν οι ηθοποιοί Βέρα Σαββίδη και Αντώνης Φουστέρης.
Διάβασαν… έγραψαν!
Το Γιώργο τον γνώρισα σε δύσκολες εποχές.
Τότε που ανταμώναμε σ’ ένα δωμάτιο φοιτητικό, τελειόφοιτος εγώ, φαντάρος ο Γιώργος και ξεδιπλώναμε με τους ήχους της κιθάρας του τα πρώτα μας ασυμβίβαστα όνειρα.
Οι στίχοι του ξεχώρισαν σε κείνη την ξύλινη εποχή με τους έτοιμους δεκάρικους και τα ξαναζεσταμένα οράματα, που κατάφερναν ωστόσο να μας ξεγελάσουν με το αστραφτερό τους ένδυμα. Πέρασε καιρός να καταλάβουμε πως κλείναμε τα μάτια στις εικόνες του κόσμου, πασκίζοντας να στήσουμε ξεφτισμένα σκιάχτρα που μας τα πούλησαν για σημαίες.
Ο Γιώργος τράβηξε το δρόμο του συνεπής με τα όνειρά του.
Συναντηθήκαμε ξανά στο Ηράκλειο όταν έστηνε το δικό του χώρο, το Τρομπόνι.
Ζωσμένος τον ενθουσιασμό του μαστόρευε και συναρμολογούσε το χώρο όπου άρχισε να ξεδιπλώνει τις νότες και τα τραγούδια του. Εκεί κοντά στην Ηλεκτρική, σκύβαμε τυλιγμένοι ν’ αποφύγουμε το θαλασσινό βοριά και τρυπώναμε στη μπουάτ του Γιώργου, στριμωγμένοι για να χωρέσουμε τόσοι και περιμέναμε πώς και πώς να μας πει κανένα δικό του στίχο. Μέναμε ως αργά και μαζί του ταξιδεύαμε στα παιχνίδια της ζωής, όπως τα ταίριαζε με τους στίχους και την κιθάρα του.
Το Ηράκλειο στάθηκε πεδίο δοκιμής και δοκιμασίας. Ένας τόπος ανελέητος, αστραφτερός και κοφτερός μαζί. Κι ήρθε ο καιρός που ο Γιώργος Σταυρακάκης σαν αληθινός τροβαδούρος μάζεψε τα λιγοστά του πράγματα και κίνησε για την πρωτεύουσα.
Η διαδρομή που ακολουθεί τον φέρνει κοντά στα άγρυπνα μάτια των παιδιών που ζουν τους άστεγους έρωτές τους μόνοι, μακριά από τις μαυλιστικές σειρήνες κάθε δικαίωσης, κάθε ολοκλήρωσης. Οι στίχοι του είναι γραμμένοι με το υλικό εκείνο των σημερινών κατοίκων των πόλεων που αφήνουν το αστικό περίβλημα έξω από την πόρτα τους. Είναι καμωμένοι με το ρίγος του πρωινού ξυπνήματος όταν όλα τα παρήγορα φώτα σβήνουν, όταν οι αυταπάτες της απόλαυσης εξαφανίζονται με το πρώτο φως της απουσίας.
Εκείνο που έχω να πω είναι τούτο: ούτε μια στιγμή δεν αμφιβάλεις σαν διαβάζεις την ποίηση του Γιώργου πως έχει βάλει τα χέρια του επί τον τύπον των ήλων, πως έχει γευτεί την κάθε σταγόνα της δικής του ζωής και δέχεται αγόγγυστα να πληρώσει τον ανεξόφλητο λογαριασμό της ζωής μας. Οι περισσότεροι -μη γελιόμαστε- κάνουμε πως δεν τα βλέπουμε τα χρέη μας. Κι είναι γι’ αυτό αυθεντικός, έτσι όπως ξεχτένιστος, με την κιθάρα υπό μάλης, σιγομουρμουρίζοντας τα στιχάκια του βουτάει μέσα στο πλήθος κι αφήνεται στο χάδι του ανέμου…
Στην ποίησή του τα βλέματα γυμνά, διασταυρώνονται με λέξεις, πρόσωπα, στάσεις, μνήμες κι ατελείωτες κουβέντες. Ξέρεις πως μπορείς να γυρέψεις και να βρεις λόγια χωρίς φτιασιδώματα, με τον πλούτο της απλότητας και την αμεσότητα της εμπειρίας τούτου του σύγχρονου κόσμου. Στίχοι, αποτέλεσμα της περιπλάνησής του στο χώρο που τα αγάλματα κι οι κορνιζαρισμένες ιδέες δεν χωρούν. Τα λόγια του γυμνωμένα κι αληθινά καταφέρνουν να φτάσουν σε κείνη την περιοχή όπου ο έρωτας και οι ψίθυροι της καρδιάς ακολουθούν μονάχα τα χνάρια των αισθημάτων. Αδιαφορούν γι’ ανάγκες και σκοπιμότητες και οικοδομούν τους δικούς τους κόσμους, φτιαγμένους από στιγμές που έχουν ακινητήσει. Στιγμές δικές μου, δικές σου, που τις αφήσαμε να γλιστρήσουν χωρίς να καταλάβουμε πως μας άγγιξαν. Ο Γιώργος τις κράτησε, θρύψαλα του ανακλώμενου κόσμου μας και μας τις παραδίνει μετουσιωμένες σε λόγο καθαρό, την ποίησή του.
Νίκος Γιγουρτάκης (Φιλόλογος)